Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές: Η ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί

Η ευκαιρία που ουσιαστικά δίνεται στην Εκκλησία, με την ανωτατοποίηση των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών, θα πρέπει να μας απασχολήσει πάνω σε συγκεκριμένα ερωτήματα, με απώτερο στόχο την βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου των κληρικών της Ελλάδας, κατά κύριο λόγο, και της προσφοράς τους στην κοινωνία, όπως διαμορφώνεται στο σύγχρονο γίγνεσθαι.

Οι αντιρρήσεις ορισμένων, είτε από τον ακαδημαϊκό είτε από τον πολιτικό χώρο, δεν χρειάζεται απόδειξη να καταλάβουμε ότι προέρχονται από συγκεκριμένες τοποθετήσεις ιδεολογικού χαρακτήρα απέναντι στην Εκκλησία, είτε από τον φόβο μήπως οι Θεολογικές Σχολές χάσουν το κύρος ή την αυθεντία τους, καθότι και οι Εκκλησιαστικές Σχολές είναι θεολογικού και ποιμαντικού χαρακτήρα.


Κάποιοι έσπευσαν να διακηρύξουν ότι η Εκκλησία επιχειρεί την εγκαθίδρυση μιας νέας «θεοκρατίας», ότι η Πολιτεία την ισχυροποιεί αντί να την αποδυναμώνει και να την εξουθενώνει. Ξεχνούν βέβαια ότι σε όλο τον κόσμο η κάθε Εκκλησία, ακόμα και η Ορθόδοξη, διαθέτει τις δικές της Θεολογικές Σχολές και τα δικά της Πανεπιστήμια. Ξεχνούν ότι τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια της Ευρώπης ανήκουν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ξεχνούν ότι ακόμη και στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, η Ορθόδοξη Εκκλησία διέθετε και συνεχίζει να διαθέτει τις Θεολογικές της Σχολές.

Πέρα όμως από τις όποιες τοποθετήσεις, η Εκκλησία της Ελλάδος αποκτά σήμερα μια ευκαιρία, η οποία, μέσα από τους κατάλληλους χειρισμούς, μπορεί να αποβεί ευεργετική για την ίδια αλλά και για την Ορθοδοξία γενικότερα. Γιατί πέρα από το κύρος που διασφαλίζει στις σπουδές η εξύψωση των Εκκλησιαστικών Σχολών σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, το ζητούμενο είναι η πραγματική ποιότητα τόσο των σπουδών, όσο και των στελεχών που τελικά βγαίνουν μέσα από αυτές.

Είναι δυστυχής διαπίστωση ότι στην Ελλάδα το μορφωτικό επίπεδο των ιερέων μας είναι χαμηλό. Η πλειονότητά τους δεν έχει σπουδάσει Θεολογία, ενώ οι περισσότεροι έχουν τελειώσει μόνο την στοιχειώδη εκπαίδευση (Γυμνάσιο ή Λύκειο). Πολλοί ιερείς δυσκολεύονται ακόμη και να διαβάσουν το Ευαγγέλιο, πόσο μάλλον να κατανοήσουν τα λειτουργικά κείμενα των ιερών Ακολουθιών. Είναι βέβαια η ανάγκη που ενίοτε επιβάλει τέτοιες λύσεις, όμως σήμερα, που οι περισσότεροι νεοέλληνες διαθέτουν ένα τουλάχιστον πτυχίο, είναι λυπηρό το επίπεδο του Κλήρου στις περισσότερες Μητροπόλεις να βρίσκεται σε γενικές γραμμές χαμηλό.

Βασική λοιπόν λειτουργία των Εκκλησιαστικών Σχολών θα πρέπει να είναι η υποχρεωτική κατάρτιση των υποψήφιων κληρικών, ακόμα και αυτών που διαθέτουν κάποιο πτυχίο. Μια κατάρτιση που θα περιλαμβάνει, πέρα από τα θεωρητικά και Θεολογικά μαθήματα, επαρκή γνώση της Ελληνικής γλώσσας –αρχαίας και νέας-, κατάρτιση πάνω στο νομικό πλαίσιο που διέπει τα εκκλησιαστικά πράγματα, θέματα κοινωνικής και ηθικής υφής όπως η βιοτεχνολογία και η βιοηθική, διδασκαλία της Βυζαντινής Μουσικής, του Τυπικού, Τελετουργική. Μεγάλη δε σημασία θα πρέπει να δοθεί σε θέματα Ποιμαντικής και Κατήχησης, προσέγγισης των ανθρώπων και συμπεριφοράς προς αυτούς.

Η Εκκλησία χρειάζεται ανθρώπους με γνώσεις και με ήθος, και διαθέτει πλέον τα μέσα για να διαμορφώσει τα στελέχη της. Αυτό που θα διαφοροποιήσει τις Εκκλησιαστικές Σχολές από τις υπάρχουσες Θεολογικές, ώστε να μη έχουμε απλά έναν πολλαπλασιασμό των Θεολογικών Σχολών, είναι ο διαφορετικός τους χαρακτήρας. Οι Θεολογικές Σχολές θα συνεχίσουν να μελετούν με επιστημονικό τρόπο τα της θρησκείας, ενώ οι Εκκλησιαστικές Σχολές θα διδάσκουν την Πίστη και την Ορθόδοξη Θεολογία και θα καταρτίζουν στελέχη, κατά κύριο λόγο ιερείς αλλά και κατηχητές, ιεροψάλτες, στελέχη του νεανικού και γενικότερα του ενοριακού έργου, που θα γνωρίζουν καλά την δομή της Εκκλησίας και το πνεύμα που θα πρέπει να διέπει όλους όσους διακονούν σε αυτή.

Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στο διδακτικό προσωπικό των Σχολών. Η επιλογή των κατάλληλων Καθηγητών είναι ένα ακόμη σημείο κομβικής σημασίας, με άμεσες συνέπειες στο επίπεδο των σπουδών και στην αποτελεσματικότητά τους πάνω στα μελλοντικά στελέχη της Εκκλησίας. Αν, κατά τη λαϊκή ρήση, το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά, είναι σημαντικό να τοποθετηθούν σε αυτό το τόσο κρίσιμο λειτούργημα άνθρωποι δόκιμοι και καταξιωμένοι τόσο για την επιστημονική τους επάρκεια όσο και για το ήθος τους και πολύ περισσότερο για το πνεύμα της διακονίας και του σεβασμού προς τα Εκκλησιαστικά πράγματα.

Επίσης, χρειάζεται αυστηρότητα στην αξιολόγηση των μαθητών. Για να γίνει και να διατηρηθεί υψηλό το επίπεδο των Εκκλησιαστικών Σχολών, δεν θα πρέπει να ακολουθηθεί η λογική των ελληνικών πανεπιστημίων, όπου άπαξ και κάποιος μπει, παρελθόντος του χρόνου θα πάρει και το πτυχίο... Είναι προτιμότερο να απορρίπτονται κάποιοι -έπειτα από κάποιο εύλογο όριο ανοχής-, παρά να εκφυλιστεί το επίπεδο των σπουδών σε ένα χωρίς αντίκρισμα πτυχίο, όπου τελικά δεν θα γνωρίζουμε αν ο κάτοχός του είναι ικανός να διακονήσει την Εκκλησία.

Αναμενόμενη τέλος συνέπεια της λειτουργίας των Σχολών κάτω από αυτή την προοπτική, είναι η υποχρεωτική φοίτηση σε αυτές όλων όσων πρόκειται να γίνουν κληρικοί, ακόμα και αυτών που διαθέτουν κάποιο άλλο πτυχίο, ώστε όποιος δεν έχει φοιτήσει σε αυτές να μη μπορεί να γίνει κληρικός, όπως ήδη γίνεται σε όλες σχεδόν τις Εκκλησίες του εξωτερικού. Και για να γίνει σεβαστή μια τέτοια υποχρέωση, θα πρέπει να θεσπιστεί διά νόμου.

Με την εξύψωση των Εκκλησιαστικών Σχολών σε Α.Ε.Ι. η Ελληνική Εκκλησία αποκτά κάτι που αποτελούσε αίτημα δεκαετιών, ένα εργαλείο πολύτιμο που έχει τη δύναμη να βελτιώσει από τη μια μεριά το μορφωτικό επίπεδο των στελεχών της, κληρικών και λαϊκών, αλλά και να της δώσει την δυνατότητα να επικοινωνήσει σε ακαδημαϊκό επίπεδο με την κοινωνία, τις άλλες Εκκλησίες, Ορθόδοξες και μη, αλλά και τον κόσμο ολόκληρο. Στο χέρι της είναι να αξιοποιήσει την ευκαιρία αυτή που της δίνεται, κάτι που σε τελευταία ανάλυση θα προσδώσει κύρος, αξία και σέβας στην ίδια.



(Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2005 στην εφημερίδα της Ι. Μ. Κερκύρας, “Κερκυραϊκή Αλήθεια”)

1 σχόλιο: