Ενορία: Θεωρία και πράξη



Σεβασμιώτατε, 
Αγαπητοί και σεβαστοί εν Χριστώ αδελφοί και πατέρες,
Το να μιλήσει κανείς για την Ενορία μέσα στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και κυρίως για τις προοπτικές και τις πρακτικές που στοχεύουν στην πραγμάτωση της Εκκλησίας στον κόσμο, είναι ίσως εγχείρημα δύσκολο. Όπως άλλωστε δύσκολο είναι και το να μιλήσει κανείς στους ανθρώπους σήμερα για το Χριστό και για τη σημασία της εν Χριστώ ζωής και πολιτείας. Ωστόσο αναγνωρίζουμε όλοι μας ότι όπως η οικογένεια αποτελεί το κύτταρο της κοινωνίας, έτσι και η Ενορία είναι το κύτταρο της Εκκλησίας. Είναι επομένως ανάγκη να γνωρίζουμε πρώτα εμείς, που έχουμε ταχθεί στη διακονία του λαού του Θεού, αλλά και να είμαστε σε θέση να εκφράζουμε γύρω μας το Μυστήριο της Εκκλησίας, και να το κάνουμε εμφανές μέσα από την ιερατική μας διακονία. Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε τι σημαίνει Ενορία και στη συνέχεια να το κάνουμε πράξη, και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να υπερβούμε τα προβλήματα που καθημερινά αντιμετωπίζουμε, αλλά και για να ελκύσουμε τον κόσμο στο Χριστό και στην Εκκλησία Του, έργο δύσκολο σε μια εποχή που το μήνυμα του Ευαγγελίου φαντάζει ως ιδιωτική υπόθεση αν όχι σαν ουτοπία.

Η Ενορία σήμερα στα μάτια των περισσότερων ανθρώπων, και ενίοτε και ημών των κληρικών, σημαίνει απλά τον ιερό Ναό στον οποίο τελείται η Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή και περιστασιακά τα διάφορα Μυστήρια, που ωστόσο τείνουν συχνά να θεωρούνται ως απλές κοινωνικές εκδηλώσεις. Αν όμως η Ενορία είναι το κύτταρο της Εκκλησίας, τότε ίσως υπάρχει ανάγκη να υπενθυμίσουμε το τι είναι Εκκλησία, σε έναν κόσμο που ταυτίζει την Εκκλησία με τους κληρικούς, θεωρώντας την ως μια υπόθεση που δεν τον αφορά.

Α. Η Εκκλησία κατά τον Απόστολο Παύλο είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού, ο οποίος «πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ͵ καὶ αὐτὸν ἔδωκεν κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ͵ ἥτις ἐστὶν τὸ σῶμα αὐτοῦ͵ τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου»1. Η Εκκλησία δηλαδή είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού και επομένως το πλήρωμα της σωτηρίας των ανθρώπων. Στις Αποστολικές Διαταγές δίνεται ένας πληρέστερος ορισμός της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού. Διαβάζουμε: «Θεοῦ φυτεία ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἀμπελὼν αὐτοῦ ἐκλεκτός͵ οἱ πεπιστευκότες εἰς τὴν ἀπλανῆ θεοσέβειαν αὐτοῦ͵ οἱ τὴν αἰώνιον καρπούμενοι διὰ πίστεως βασιλείαν αὐτοῦ͵ δύναμιν αὐτοῦ εἰληφότες καὶ μετουσίαν ἁγίου Πνεύματος͵ ὡπλισμένοι διὰ Ἰησοῦ καὶ ἐνστερνισμένοι τὸν φόβον αὐτοῦ͵ ῥαντίσματος μέτοχοι τοῦ τιμίου καὶ ἀθώου αἵματος τοῦ Χριστοῦ͵ οἱ παρρησίαν εἰληφότες τὸν παντοκράτορα Θεὸν πατέρα καλεῖν͵ συγκληρονόμοι καὶ συμμέτοχοι τοῦ ἠγαπημένου Παιδὸς αὐτοῦ». Στην Εκκλησία δηλαδή, που είναι αμπελώνας2 φυτευμένος από τον ίδιο το Θεό, μετέχουν όλοι όσοι πιστεύουν και αποδέχονται τη διδασκαλία του Χριστού, οι μετέχοντες διά του Βαπτίσματος στη χάρη του Αγίου Πνεύματος και διά της Θείας Ευχαριστίας στο σώμα και το αίμα του Χριστού, και μέσω των Μυστηρίων αυτών έχουν λάβει τη δωρεά να αποκαλούν τον Θεό πατέρα και να είναι συμμέτοχοι και συγκληρονόμοι του Χριστού. Και ο άγιος Ειρηναίος θα τονίσει με ιδιαίτερη έμφαση ότι η Ευχαριστία είναι έκφραση και επιβεβαίωση της ορθής πίστης, της μετοχής δηλαδή στην κοινή Ανάσταση και ζωή: «Ἡμῖν δὲ σύμφωνος τῇ γνώμῃ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ εὐχαριστία βεβαιοῖ τὴν γνώμην. Προσφέρομεν αὐτῷ τὰ ἴδια͵ ἐμμελῶς κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν καταγγέλλοντες σαρκὸς καὶ Πνεύματος. Ὡς γὰρ ὁ ἀπὸ τῆς γῆς ἄρτος προσλαβόμενος τὴν ἐπίκλησιν τοῦ Θεοῦ οὐκέτι κοινὸς ἄρτος ἐστίν͵ ἀλλ΄ εὐχαριστία ἐκ δύο πραγμάτων συνεστηκυῖα͵ ἐπιγείου τε καὶ οὐρανίου͵ οὕτως καὶ τὰ σώματα ἡμῶν μεταλαμβάνοντα τῆς εὐχαριστίας μηκέτι εἶναι φθαρτά͵ τὴν ἐλπίδα τῆς εἰς αἰῶνα ἀναστάσεως ἔχοντα»3.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που για την Ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία είναι συνυφασμένη με την Θεία Ευχαριστία. Ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας ξεκινά και περιστρέφεται γύρω από το Άγιο Ποτήριο, από τη Θεία Λειτουργία, που ενώνει τους πάντες στο ένα σώμα και αίμα του Χριστού. Όπου υπάρχει ο Χριστός, εκεί υπάρχει και η Εκκλησία, και η ενότητα και η Ζωή, και γι’ αυτό το λόγο η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν επιτρέπει την Θεία Κοινωνία στους αιρετικούς και τους ετεροδόξους.
Από τη στιγμή δε που η Θεία Λειτουργία τελείται σε κάποιον ορισμένο τόπο, η ευχαριστιακή σύναξη των πιστών ονομάζεται και είναι «ἐκκλησία θεοῦ ζῶντος͵ στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», όπως θα τονίσει και πάλι ο απόστολος Παύλος στον μαθητή του Τιμόθεο4. Η Θεωρία επομένως, δηλαδή η θέα της Βασιλείας του Θεού, η γνώση του Θεού και της αλήθειας και τέλος η κατά Θεόν ζωή, πραγματώνεται και επιτυγχάνεται μέσα στην Εκκλησία και διά της Εκκλησίας. Θεωρία στην Εκκλησιαστική γλώσσα δεν είναι κάποια διανοητική λειτουργία, αλλά εμπειρία του κάθε πιστού και όλων μαζί ως ένα σώμα, είναι η όραση του Θεού, είναι η βίωση του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, είναι η μετοχή στο Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού, και η κοινωνία, διά της Θείας Ευχαριστίας, στον ανακαινισμένο κόσμο που μάς προσφέρει ο Αναστάς Κύριος.
Υπό την έννοια αυτή σε κάθε Ενορία πραγματώνεται το Μυστήριο της Εκκλησίας. Μάλιστα, στους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες οι όροι Ενορία και Επισκοπή ήταν ταυτόσημοι, όπως φαίνεται καθαρά από τους Ιερούς Κανόνες. Ένας Επίσκοπος σε κάθε πόλη, «εις τύπον και τόπον Χριστού», μία ευχαριστιακή σύναξη, μία Εκκλησία. Με την εξάπλωση της Εκκλησίας στην ύπαιθρο, από τον 4ο αιώνα, δημιουργήθηκε η Ενορία ως οργανική προέκταση της επισκοποκεντρικής Ευχαριστίας, χωρίς να διασπάται ούτε η ενότητα ούτε η καθολικότητα της Εκκλησίας, και με αυτές τις προϋποθέσεις η Ενορία είναι το κύτταρο της Εκκλησίας, που ευαγγελίζεται το Χριστό, μεταδίδει το Χριστό, ζει το Χριστό, παραδίδει το Χριστό και το Ευαγγέλιό Του, όχι ως ιδεολογία, αλλά ως εμπειρικό γεγονός, όπως το έζησαν οι Απόστολοι5 και «καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ΄ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου»6.

Β. Αυτή την εμπειρία καλούμαστε ως ποιμένες, πρώτα οι Επίσκοποι κι έπειτα όλοι οι ιερείς, να μεταδώσουμε στο λαό του Θεού, και αυτό ακριβώς είναι το πρώτιστο έργο μας, το οποίο άλλωστε και υπαγορεύει τους τρόπους με τους οποίους ασκούμε το ιερό μας καθήκον έναντι του Χριστού, της Εκκλησίας και του λαού του Θεού. Έργο του ποιμένα δεν είναι άλλο από το να διδάσκει τον λαό πώς πρέπει να πιστεύει αληθινά και πώς πρέπει να προσεύχεται αληθινά, να κάνει εμφανή την αλήθεια του Ευαγγελίου στους ανθρώπους και να τους μυεί στην Αλήθεια, δηλαδή στον ίδιο το Χριστό. Οι λειτουργοί της αναιμάκτου θυσίας του Χριστού είναι για τους λαϊκούς προφήτες, άρχοντες, ηγούμενοι και βασιλείς, θα μάς πουν και πάλι οι Αποστολικές Διαταγές7. Είμαστε στο μέσον μεταξύ Θεού και ανθρώπων, δοχεία και ευαγγελιστές του λόγου του Θεού, που οφείλουμε να γνωρίζουμε την Αγία Γραφή και να γινόμαστε μάρτυρες του θελήματος του Θεού. Και αλλοίμονό μας, σύμφωνα με τα όσα ο Κύριος είπε, αν κρύψουμε από τους ανθρώπους την αλήθεια και αν δεν την διαδώσουμε γύρω μας και δεν την κάνουμε πράξη, αν δεν μιμηθούμε δηλαδή το Χριστό και δεν αφιερώσουμε την ζωή μας ολόκληρη για τη σωτηρία των ανθρώπων που ο Θεός μάς εμπιστεύτηκε, και δεν σηκώσουμε στους ώμους μας το φορτίο που ο κάθε άνθρωπος φέρει.
Αυτή η πνευματική πορεία που πραγματώνεται ή οφείλει να πραγματώνεται μέσα στην Ενορία, δηλαδή η γνώση της Αληθείας μέσα από την εμπειρία και τη διδασκαλία και η μετοχή στο ένα σώμα και αίμα του Χριστού μέσα από την Θεία Ευχαριστία, είναι που καθιστά όλους τους ανθρώπους κοινωνία των πιστών, έθνος άγιον, βασίλειον ιεράτευμα. Σε αντιπαραβολή με την κοινωνία των ανθρώπων, θα λέγαμε ότι η Εκκλησία ως κοινωνία πιστών και επομένως και η Ενορία, η κάθε Ενορία, δεν είναι κάτι έξω από την κοινωνία των ανθρώπων. Ισχύει δηλαδή αυτό που λέμε, παραφράζοντας τα λόγια του Ευαγγελίου, ότι οι χριστιανοί είμαστε «εν τω κόσμω, αλλ’ ουχί εκ του κόσμου»8, αποτελούμε μέρος της κοινωνίας, δεν βρισκόμαστε έξω από αυτή, αλλά παράλληλα σκεφτόμαστε και κινούμαστε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και όχι με τις επιταγές του κοσμικού φρονήματος, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο απόστολος Παύλος: «ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ͵ ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν· ἃ καὶ λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις ἀλλ΄ ἐν διδακτοῖς πνεύματος͵ πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες»9.

Γ. Καλά και άγια τα όσα μέχρι στιγμής είπαμε, όμως είναι αλήθεια ότι αυτή η διάκριση ανάμεσα στον κόσμο και την Εκκλησία συχνά είναι δυσδιάκριτη. Αυτό που μάς κατηγορούν οι εχθροί της Πίστεώς μας είναι ότι καλό το Ευαγγέλιο, αλλά στην πράξη οι χριστιανοί δεν διαφέρουμε από τους άλλους ανθρώπους. Μιλάμε για την θέα του Θεού, για την ένωση με τον Χριστό, για την κοινωνία στο Μυστήριο της σωτηρίας, αλλά δεν φαίνεται όλα αυτά να μάς κάνουν να ξεχωρίζουμε από τους άθρησκους. Μιλάμε για το Χριστό, αλλά τελικά δεν Τον ζούμε, και με τον τρόπο αυτό ακυρώνουμε, όλοι ο χριστιανοί, το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Οι ανθρώπινες κοινωνίες, επιπλέον, εμφορούμενες από το πνεύμα του κόσμου τούτου, δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται καθόλου για τα πνευματικά. Και οι πλείστοι των χριστιανών, μη μπορώντας να ταυτίσουν την χριστιανική ζωή με την καθημερινότητα της εργασίας τους και της βιοπάλης, εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με έναν τρόπο τυπικό και επιφανειακό, θεωρώντας ότι η θρησκευτικότητα είναι στοιχείο ατομικό του καθενός, που αφορά την προσωπική του ζωή μόνο, και μάλιστα σε ελάχιστες συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Η μετάβαση δε από τη συγκρότηση της κοινωνίας σε μικρές κοινότητες ανθρώπων στον αστικό τρόπο ζωής και σκέψης, όπου ο άνθρωπος ζει και κινείται μέσα σε ένα περιβάλλον αγνώστων, καθιστά προβληματική τόσο τη συγκρότηση της κοινωνίας, πολύ δε περισσότερο το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας και μάλιστα στο ενοριακό επίπεδο.
Τα ερωτήματα επομένως που ξεπηδούν είναι καίρια αλλά και δύσκολα: πώς θα κάνουμε την κοινωνία των ανθρώπων και πάλι κοινωνία Χριστού; Πώς θα ελκύσουμε τους ανθρώπους και θα τους φέρουμε και πάλι στην Εκκλησία; Ποια είναι τα μέσα με τα οποία μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό; Και πώς θα αποφύγουμε η Εκκλησία να γίνει θρησκευτική οργάνωση, ομάδα δηλαδή πιστών που απλά συμμετέχει σε κάποια δρώμενα;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Δεν είναι όμως και αδύνατη. Αν έχουμε στο νου μας όσα είπαμε για την πραγματική διάσταση της Εκκλησίας και κατά συνέπεια της Ενορίας, και εν συνεχεία τα όσα αφορούν στο πνευματικό έργο του ποιμένα, Επισκόπου και ιερέως, τότε οι πρακτικές μπορούν να ξεπηγάσουν αβίαστα, υπαγορευόμενες πάντοτε από τις κατά τόπους ιδιαίτερες ανάγκες των ανθρώπων και από τους ρυθμούς της καθημερινής τους ζωής.

Δ. Επομένως, το πρώτο πράγμα που χρειάζεται είναι η δική μας μετοχή στο Μυστήριο της Εκκλησίας, η μεταμόρφωση της δικής μας προσωπικής ζωής, ώστε να είμαστε σε θέση να κηρύξουμε στον κόσμο την Αλήθεια του Θεού. «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον͵ εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι͵ καὶ οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς͵ καὶ φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ͵ καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι͵ καὶ ἁγιάσαι· χειραγωγῆσαι μετὰ χειρῶν͵ συμβουλεῦσαι μετὰ συνέσεως»10, θα μάς πει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και για να ζήσουμε την κατά Χριστόν ζωή θα πρέπει πρώτα να την κατανοήσουμε. Η αυτοσυνειδησία μας ως χριστιανών και πολύ περισσότερο ως κληρικών περνάει μέσα από την γνώση του Ευαγγελίου, της διδασκαλίας δηλαδή του Χριστού. Ίσως φαντάζει οξύμωρο και υπερβολικό, αλλά υπάρχουν ιερείς που μπορεί να έχουν τελειώσει κάποια Θεολογική Σχολή ή Ακαδημία, αλλά να μην έχουν ακόμη διαβάσει την Καινή Διαθήκη. Είτε το θέλουμε είτε όχι για να γνωρίσουμε την Αλήθεια, δηλαδή τον ίδιο το Χριστό, είναι απαραίτητη η μελέτη, σε προσωπικό επίπεδο. Είναι επίσης ανάγκη ως κληρικοί να είμαστε κατηρτισμένοι πάνω στα θέματα της πίστεώς μας. Δυστυχώς στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα εκπαίδευση των κληρικών ή των υποψηφίων κληρικών δεν φαίνεται να αποτελεί μέριμνα της ίδιας της Εκκλησίας, αλλά επαφίεται σε κάποιες Σχολές, Ανώτερες ή Ανώτατες, στις οποίες η Εκκλησία απουσιάζει παντελώς είτε έχει ελάχιστο ρόλο στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού τους προγράμματος. Χωρίς να θέλω να παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι η Εκκλησία ή οι Επίσκοποι δεν νοιάζονται για να έχουν μορφωμένους κληρικούς. Όμως το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο δυστυχώς αποκλείει την Εκκλησία από την εκπαίδευση των στελεχών της, που είναι και το πρώτο βήμα για μια ανανέωση και τόνωση της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας και ζωής.
Ένας τρόπος που θα μπορούσε να λύσει αυτό το πρόβλημα, τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει συνολική για την Εκκλησία λύση, θα ήταν η δημιουργία σε τοπικό επίπεδο άτυπων σεμιναρίων για υποψήφιους αλλά και για νέους κληρικούς, όπου θα μπορούν να αναλύονται κάποια από τα βασικότερα σημαία της Ορθόδοξης πίστης, της εκκλησιαστικής ζωής, της Θεολογίας αλλά και της οργάνωσης της Ενορίας. Επιπλέον, η τακτική σύναξη με σκοπό τη σπουδή πάνω στα θέματα της πίστεώς μας, ο διάλογος και η συναναστροφή, η κοινοποίηση των προβληματισμών και η αναμεταξύ μας συζήτηση, αποτελούν και παράγοντες της δικής μας συγκρότησης σε σώμα, σε κοινωνία, και διαλύουν την αίσθηση ότι ο καθένας εργάζεται μόνος του στην ενορία του, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για το έργο, τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες των άλλων ιερέων. Επίσης το άνοιγμα ενός διαλόγου μεταξύ των κληρικών για θέματα που τους απασχολούν, είτε μέσω ενός εντύπου είτε μέσα από το διαδίκτυο, όπου χιλιάδες φωνές καθημερινά διασταυρώνονται, αλλά ελάχιστες φέρουν τη σφραγίδα και την εγκυρότητα της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα και εκεί να υπάρχει συχνά παραπληροφόρηση και σύγχυση. Αλλά βέβαια, εκείνο που χρειάζεται περισσότερο για να μορφωθούμε εν Χριστώ, είναι η δική μας διάθεση και προθυμία, γιατί απλά αν η γνώση δεν μπορεί να επιβληθεί με τη βία, πόσο μάλλον η γνώση των Μυστηρίων του Θεού και η μελέτη του Ευαγγελίου.

Ε. Ο προσωπικός φωτισμός και πνευματική κατάρτιση έχει ως αποτέλεσμα για τον καθένα μας την ουσιαστική μετοχή στο βίωμα της Εκκλησίας. Αν εμείς κατορθώσουμε πρώτα να μεταμορφώσουμε τον έσω άνθρωπο, τότε το παράδειγμά μας θα αποτελεί και το ισχυρότερο και πειστικότερο κήρυγμα για τη σπουδαιότητα της εν Χριστώ ζωής. Αν μεταμορφώσουμε εν Χριστώ τη ζωή μας, αποβάλλοντας τα όσα άσχημα στοιχεία συνοδεύουν συχνά την ιερατική μας διακονία, τότε θα μπορέσουμε και να μιλήσουμε στους ανθρώπους και να τους διδάξουμε και να τους προβληματίσουμε αποτελεσματικά για την δική τους πνευματική πορεία. Αν γίνουμε όντως μέλη οργανικά του σώματος του Χριστού, τότε θα μπορέσουμε να ελκύσουμε και άλλους ανθρώπους στο Χριστό.
 Οφείλουμε επομένως να γίνουμε το παράδειγμα σε όλα όσα διδάσκουμε, και στην ευσέβεια, και στην αγάπη, και στη διακονία του πλησίον, και στη φιλανθρωπία, και στη συγγνώμη, και στη μακροθυμία, και στην αμνησικακία. Δυστυχώς, δεν το καταφέρνουμε πάντα. Κι εδώ χρειάζεται να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, ώστε να λάμψει το φως του Χριστού μέσα μας και να φωτίσει στη συνέχεια και τους υπόλοιπους ανθρώπους.
ΣΤ. Η αυτοσυνειδησία ως μέλη του ενός σώματος του Χριστού είναι βεβαίως απαραίτητη και για όλους τους πιστούς λαϊκούς αδελφούς μας. Είναι ανάγκη να κατανοήσει ο σύγχρονος άνθρωπος ότι το Μυστήριο της Εκκλησίας δεν περιορίζεται στο Ναό, αλλά εκτείνεται και διαποτίζει κάθε στιγμή και κάθε έκφανση της ζωής μας. Και στο σημείο αυτό η κατήχηση των πιστών είναι μια διηνεκής διαδικασία, που θα πρέπει πρώτο, να απευθύνεται σε όλους, όχι μόνο στα μικρά παιδιά, δεύτερο, να συνδεθεί και πάλι με την Μυστηριακή ζωή και τρίτο, να είναι διαποτισμένη από το γνήσιο πνεύμα της Εκκλησίας, μακριά από ακρότητες που όχι μόνον δεν οικοδομούν, αλλά μάλλον αποτρέπουν τους ανθρώπους από την πνευματική ζωή. Ακόμα και κάθε φορά που ένας απλός άνθρωπος στο δρόμο μάς απευθύνει μια ερώτηση που αφορά την Εκκλησία, ουσιαστικά κατήχηση γίνεται εκείνη τη στιγμή, εξήγηση δηλαδή του τι εκπροσωπεί η Εκκλησία και ποια είναι η αλήθεια του Ευαγγελίου. Αν λάβουμε δε υπόψη μας ότι ο κάθε άνθρωπος αποτελεί ξεχωριστή ελεύθερη προσωπικότητα, αντιλαμβανόμαστε ότι ο κάθε άνθρωπος θέλει ένα δικό του τρόπο για να μάς ακούσει και να ποιμανθεί. 
«Ο Θεός μάς έδωκε το μεγάλο δώρο του λόγου», γράφει ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός, «αλλά φοβούμαι πως οι ιερείς δεν είμαστε πρόθυμοι να κάνωμε διάλογο και να συνομιλήσουμε με τους χριστιανούς. Όχι για να τους επιτιμήσουμε, αλλά για να τους διδάξουμε και να τους οικοδομήσουμε. Κι ύστερα μας κακοφαίνεται πώς οι χριστιανοί μας πολλά αγνοούν και πολλά παρερμηνεύουν σε βάρος μας. Δεν θα πρέπει να αγνοούμε πώς εμείς οι ιερείς πριν απ’ όλα είμαστε ιερείς. Με όσα όλοι φωνάζουν για κοινωνικές δραστηριότητες πάμε κι εμείς οι ιερείς να πιστέψουμε πως το κύριο έργο μας είναι κάτι άλλο παρά να βρισκόμαστε στο ναό και να λειτουργούμε μπροστά στην Αγία Τράπεζα. … Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τί ζητούν, και είμαστε υποχρεωμένοι να τους ακούσωμε και όταν είναι παράλογα τα αιτήματά τους κι όταν δεν μπορούμε και μάς είναι αδύνατο να τα ικανοποιήσουμε. Ας τους ακούσωμε κι ας προσπαθήσουμε να τους δώσουμε να καταλάβουν. Αν δεν μπορούμε τίποτε άλλο, ας έχουμε υπομονή κι ανεκτικότητα· τα παραπέρα θα τα αναπληρώσει ο Θεός. Ένα πράγμα θα πρέπει πολύ να μάς τρομάζει, ότι ύστερ’ από μια γενεά, αν συνεχισθεί το κακό που γίνεται, τα παιδιά μας θα είναι άθρησκοι και άθεοι. … Τί θα κάμωμε λοιπόν για τα παιδιά; Η οικογένεια δεν είναι σε θέση να προσφέρει πολλά ή και τίποτε· πολλές φορές μάλιστα επιδρά αρνητικά και επιζήμια στην ανατροφή και την διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Το βάρος λοιπόν πέφτει όλο σε μάς, αλλά δεν βλέπω ότι κι εμείς είμεθα σε θέση να προσφέρωμε πολλά πράγματα. Τα λεγόμενα κατηχητικά σχολεία βρίσκονται σε μεγάλη παρακμή και σχεδόν δεν υπάρχουν πουθενά. Οι λόγοι της παρακμής των είναι πολλοί, αλλά ο κυριώτερος είναι ότι ο ξένος αυτός θεσμός, που μεταφυτεύθηκε στον τόπο μας, δεν ωργανώθηκε πάνω σε καθαρές εκκλησιαστικές βάσεις. Τα σχολεία αυτά πάντα υπήρξαν μάλλον θρησκευτικά παρά εκκλησιαστικά. Τί βαθύτερη σημασία έχει αυτό το πράγμα, ας μην το αναπτύξουμε τώρα, αφού τριάντα χρόνια τώρα πολλά εγράψαμε και είπαμε για την Εκκλησία και για τις λεγόμενες θρησκευτικές και χριστιανικοτητες και πνευματικότητες, για τις οποίες διαρκώς γινότανε λόγος στα κατηχητικά σχολεία. Δεν βγήκε και δεν έμεινε τίποτε απ’ όλα αυτά, γιατί όλ’ αυτά είναι έξω από την Εκκλησία και τη λατρεία της Εκκλησίας, που είναι η αληθινή ορθόδοξη ευσέβεια, όλα αυτά τα άχρωμα και άοσμα και άγευστα είναι φιλολογία και υπόκριση»11.
Σκληρός ο λόγος, που αν δεν έφερε την υπογραφή τού τόσο μεστού θεολογικά και σεβαστού για τις απόψεις του ιεράρχη, θα ήταν δύσκολο με την πρώτη ανάγνωση να τον επεξεργαστούμε. Δεν επιχειρεί όμως να γκρεμίσει την εκκλησιαστική πρακτική στον τρόπο με τον οποίο οι ποιμένες διαλεγόμαστε με τον κόσμο, αλλά να την αποκαταστήσει στην πραγματική της διάσταση, την Λειτουργική και την Εκκλησιοκεντρική. Ό,τι γίνεται έξω από το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ή ότι δεν συνδέεται με αυτό, τείνει να καταλήξει απλά ως ένας θρησκευτικός ακτιβισμός, ανάλογος με αυτόν των χριστιανικών εκκλησιών της Δύσεως, ή ως μια κοινωνικοποίηση των χριστιανών που ουσιαστικά και εν τέλει δεν οικοδομεί ούτε τους πιστούς ούτε την Εκκλησία.

Ζ. Ο ευαγγελισμός επομένως των ανθρώπων, η κατήχησή τους, το κήρυγμά μας, η διαγωγή μας, οφείλουν να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το Μυστήριο της Εκκλησίας, με τη Μυστηριακή ζωή και κυρίως με την Θεία Λειτουργία. Και στο σημείο αυτό γνωρίζουμε σχεδόν όλοι πόσο δύσκολο είναι να πείσουμε ακόμα και τα παιδιά του Κατηχητικού να συμμετέχουν στην Λειτουργία της Κυριακής. Από την άλλη μεριά, μέσα σε έναν κόσμο που η πίστη δεν μεταδίδεται μέσα από τις οικογενειακές και τις κοινωνικές παραδόσεις και που ο κάθε άνθρωπος θεωρεί τη χριστιανική ζωή ως ατομική του υπόθεση, η μεγαλύτερη πρόκληση για μας τους κληρικούς είναι να καταδείξουμε ότι η Θεία Λειτουργία δεν είναι ατομική προσευχή, αλλά η προσευχή ολόκληρης της Εκκλησίας και η ένωση όλων, με τη Θεία Κοινωνία, στο ένα σώμα του Χριστού, «εἰς ἄφεσιν αμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». 
Έχουμε επίσης χρέος να καταδείξουμε ότι η λατρευτική ζωή, η εν Χριστώ ζωή, είναι το κεντρικό ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης και αφορά και επεκτείνεται στην καθημερινή μας ζωή, στην καθημερινή μας πραγματικότητα. Και για να το πετύχουμε αυτό είναι απαραίτητο να συμμετέχουμε στα γεγονότα που διαδραματίζονται στα όρια της ενορίας μας, να γνωρίζουμε κατά το δυνατόν τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτή, και να μην περιμένουμε απλά την προσέλευση όσων έλθουν την Κυριακή το πρωί στο Ναό. Αν ο Χριστός είναι «ὁ ποιμήν ὁ καλός»12 που ήλθε να αναζητήσει και να σώσει το απολωλός13, οφείλουμε κι εμείς να μην επαναπαυόμαστε αλλά να αναζητούμε τους ανθρώπους που ως επί το πλείστον πιστεύουν, αλλά μάς θεωρούν απόμακρους και ξένους. Οφείλουμε να είμαστε δίπλα τους στην καθημερινότητά τους, να τους συμπαραστεκόμαστε ηθικά κυρίως κι έπειτα υλικά στις ανάγκες τους, να τους δείχνουμε ότι η Εκκλησία ενδιαφέρεται για όλον τον άνθρωπο και όχι μόνο για το αν εκκλησιάζεται ή όχι. Η προσωπική επαφή, μέσα σε έναν απρόσωπο κόσμο, έχει τη δύναμη να κερδίσει τις καρδιές των ανθρώπων, όχι για να κάνουμε προσωπικό έργο αλλά για να ελκύσουμε στο Χριστό ει δυνατόν κάθε άνθρωπο για τον οποίο ο Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου σταυρώθηκε και αναστήθηκε.

Η. Δεν θα ήθελα να αριθμήσω κάποιες πιο πρακτικές ενέργειες. Όχι γιατί δεν υπάρχουν και μάλιστα θαυμάσιες και εποικοδομητικές, αλλά επειδή κινδυνεύω να ξεχάσω κάποια ή ονοματίζοντας κάποιες άλλες να θεωρηθούν ως η συνταγή της επιτυχίας για το ενοριακό έργο. Η κάθε Ενορία όμως έχει τις δικές της ανάγκες και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Τα κατηχητικά σχολεία, οι συνάξεις νέων ή φοιτητών, οι σχολές γονέων, τα ενοριακά συσσίτια, η φιλανθρωπία, είναι κάποιες από τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται ανάλογα με τις ανάγκες και τη δυναμική της κάθε ενορίας. Ωστόσο συχνά σε πολλές από αυτές τις δραστηριότητες δεν έχουμε κατορθώσει να μυήσουμε τους ενορίτες μας, να τους δραστηριοποιήσουμε ενεργά και να τους μεταλαμπαδεύσουμε την πεποίθηση πως όλα αυτά αποτελούν προέκταση και συνέπεια του Μυστηρίου της εκκλησίας ως σώμα Χριστού. Τα όρια ανάμεσα στην ενεργοποίηση του σώματος της Εκκλησίας μέσα από αυτές τις δραστηριότητες, και στον στείρο και ατελέσφορο εκκλησιαστικό-κοινωνικό ακτιβισμό δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα για τους πολλούς, και δεν ξέρω αν μπορούμε ή μάλλον αν θέλουμε να τα θέσουμε και να τα τηρήσουμε.
Θα φέρω ένα απλό και ανώδυνο παράδειγμα: ακόμη και ο καφές που προσφέρεται στην αίθουσα του Ναού μετά τη Θεία Λειτουργία, όπου υπάρχει η δυνατότητα αυτή, μπορεί να λειτουργήσει ως κέντρο συνοχής της κοινωνίας των πιστών, όταν απευθύνεται σε όποιον το επιθυμεί από το εκκλησίασμα και όχι μόνον σε λίγους μυημένους και «δικούς μας» ανθρώπους. Μπορεί επίσης να γίνει το κέντρο μιας χαλαρής στην αρχή και πιο συστηματικής στη συνέχεια κατήχησης και διδασκαλίας των πιστών, έπειτα από τα πρώτα λεπτά της κοινωνικής συναναστροφής. Μπορεί ωστόσο να μεταστραφεί πολύ εύκολα σε μια κουτσομπολίστικη σύναξη, από όπου πλέον ο Χριστός αποχωρεί ή μάλλον εξοβελίζεται, και οι πιστοί μαθαίνουν όχι να αγαπούν αλλά να κατακρίνουν τον πλησίον τους. Είναι αυτονόητο πως ο δικός μας ρόλος είναι καταλυτικός και η δική μας απόφαση και διάθεση είναι που θα καθορίσει αν τελικά η συνάθροιση αυτή οικοδομεί ή καταστρέφει την Ενορία ολόκληρη.

Σεβασμιώτατε,
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και πατέρες,
Το να βιώσουμε το Μυστήριο της Εκκλησίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πολύ δε περισσότερο δεν είναι εύκολο να το κάνουμε πραγματικότητα και εκτός του ιερού Ναού. Χρειάζεται προσπάθεια, επαγρύπνηση, αγώνα και προπαντός ζήλο, αυταπάρνηση και διάθεση αγωνιστική εκ μέρους μας. Γνωρίζει ο καθένας μας ότι κάνει ό,τι μπορεί και ό,τι περνάει από το χέρι του για να ενισχύσει τους ενορίτες του, αλλά και ο καθένας μας γεύεται μια μικρή ή μεγαλύτερη πικρία για την όλο και λιγότερη προσέλευση του κόσμου στην Εκκλησία. Δεν είναι ανάγκη να απελπιζόμαστε, ούτε να καταθέτουμε τα όπλα. Σε μια κοινωνία με όλο πιο πολλές και όλο πιο πολύπλοκες απαιτήσεις, είναι χρέος μας να είμαστε αρτιότερα και ουσιαστικότερα προετοιμασμένοι.
Χρειάζεται επομένως αγώνας, ώστε να είμαστε καλύτερα καταρτισμένοι και να ζούμε πρώτοι εμείς στην πραγματική του διάσταση το Μυστήριο της Εκκλησίας. Έχουμε ανάγκη να γνωρίζουμε σε βάθος τις αλήθειες της πίστεώς μας, ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορούμε να δίνουμε απαντήσεις στους ανθρώπους γύρω μας που διψούν να μάθουν την Αλήθεια του Ευαγγελίου και της χριστιανικής ζωής. Δεν μπορούμε να απαιτούμε από τους ανθρώπους να εκκλησιάζονται, όταν δεν είμαστε σίγουροι αν όντως εμείς οι ίδιοι λειτουργούμαστε κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, ή αν ο νους μας και η σκέψη μας βρίσκεται οπουδήποτε αλλού μακριά από την Αγία Τράπεζα και το Άγιο Ποτήριο. Δεν μπορούμε να απαιτούμε από τους πιστούς να είναι συνεπείς χριστιανοί, όταν εμείς βγαίνοντας από το Ναό ξεχνάμε ότι μόλις έχουμε προσφέρει την αναίμακτο θυσία και συμπεριφερόμαστε ως κοσμικοί, με την βιβλική έννοια. Ο κόσμος έχει ανάγκη από το παράδειγμά μας, θέλει να δει ότι είμαστε άνθρωποι της αγάπης, της συγγνώμης, της ανεκτικότητας, της υπομονής. Ότι είμαστε γνήσιοι μαθητές και απόστολοι του Χριστού. Ακόμα και αν πιστεύουμε ότι δεν καταφέρνουμε τίποτα, το παράδειγμά μας θα πρέπει να φωτίζει τον κόσμο. Θα πρέπει να είμαστε το άλας της γης, που ίσως είναι λίγο, αλλά απαραίτητο για να νοστιμέψει ο κόσμος. Και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως στα πνευματικά πράγματα το χρέος μας είναι να σπείρουμε το λόγο του Θεού, και η αγάπη του Θεού και η πρόνοιά Του θα φροντίσει ώστε αυτός να καρποφορήσει, χωρίς απαραίτητα να είμαστε εμείς εκείνοι που θα θερίσουν και τους καρπούς.
Και πάνω απ’ όλα χρειάζεται ΨΥΧΗ. Χρειάζεται ζωντάνια, κέφι, πραγματικό δόσιμο στην ιερατική μας αποστολή. Χρειάζεται να διώξουμε τη ραθυμία, την κούραση, τη συνήθεια, ώστε να είναι η κάθε μας μέρα μια καινούρια ενθουσιώδης αρχή τόσο της πνευματικής μας ζωής όσο και του ποιμαντικού μας έργου. Αν επιτελούμε το έργο μας από ανάγκη ή κάτω από το καθεστώς πίεσης, τότε αυτό θα γίνεται φανερό τόσο στην επιτέλεση των ιερατικών μας καθηκόντων όσο και στην καθημερινή συναναστροφή μας με τους ανθρώπους. Αν πάλι εργαζόμαστε προκειμένου να κερδίσουμε προσωπικά οφέλη, τότε και πάλι το έργο μας θα είναι ατελέσφορο, αν όχι ζημιογόνο για την Εκκλησία. Η διακονία μας απαιτεί ψυχή και Χριστό. Χωρίς αυτά τα δύο βασικά συστατικά καμία προσπάθεια και καμία δραστηριότητα δεν πρόκειται να σώσει ούτε εμάς, ούτε τους ανθρώπους γύρω μας, ούτε την Ενορία, ούτε την Εκκλησία.
Σας ευχαριστώ.

π. Χερουβείμ Βελέτζας
____________________
1 Εφεσ. 1, 22-23.
2 Πρβ. Ιω. 15, 1-8 «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή͵ καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστιν. 15.2 πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν͵ αἴρει αὐτό͵ καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον καθαίρει αὐτὸ ἵνα καρπὸν πλείονα φέρῃ. 15.3 ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν· 15.4 μείνατε ἐν ἐμοί͵ κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ΄ ἑαυτοῦ ἐὰν μὴ μένῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ͵ οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μένητε. 15.5 ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος͵ ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ οὗτος φέρει καρπὸν πολύν͵ ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. 15.6 ἐὰν μή τις μένῃ ἐν ἐμοί͵ ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη͵ καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσιν καὶ καίεται. 15.7 ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ͵ ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε καὶ γενήσεται ὑμῖν. 15.8 ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ πατήρ μου͵ ἵνα καρπὸν πολὺν φέρητε καὶ γένησθε ἐμοὶ μαθηταί».
3 Ειρηναίου Λυώνος, κατά αιρέσεων, βιβλ. 4.
4 Α’ Τιμ. 3, 14-16 «Ταῦτά σοι γράφω͵ ἐλπίζων ἐλθεῖν πρὸς σὲ τάχιον· 3.15 ἐὰν δὲ βραδύνω͵ ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ θεοῦ ἀναστρέφεσθαι͵ ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία θεοῦ ζῶντος͵ στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. 3.16 καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶν τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Ὃς ἐφανερώθη ἐν σαρκί͵ ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι͵ ὤφθη ἀγγέλοις͵ ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν͵ ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ͵ ἀνελήμφθη ἐν δόξῃ».
5 Α’ Ιω. 1, 1-4: «Ὃ ἦν ἀπ΄ ἀρχῆς͵ ὃ ἀκηκόαμεν͵ ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν͵ ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν͵ περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς 1.2 καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη͵ καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν 1.3 ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν ἀπαγγέλλομεν καὶ ὑμῖν͵ ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ΄ ἡμῶν. καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 1.4 καὶ ταῦτα γράφομεν ἡμεῖς ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη».
6 Λουκ. 1, 2.
7 «Ὑμεῖς οὖν σήμερον͵ ὦ ἐπίσκοποι͵ ἐστὲ τῷ λαῷ ὑμῶν ἱερεῖς λευῖται͵ οἱ λειτουργοῦντες τῇ ἱερᾷ σκηνῇ͵ τῇ ἁγίᾳ καὶ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ͵ καὶ παρεστῶτες τῷ θυσιαστηρίῳ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ προσάγοντες αὐτῷ τὰς λογικὰς καὶ ἀναιμάκτους θυσίας διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως· ὑμεῖς τοῖς ἐν ὑμῖν λαϊκοῖς ἐστε προφῆται͵ ἄρχοντες καὶ ἡγούμενοι καὶ βασιλεῖς͵ οἱ μεσῖται Θεοῦ καὶ τῶν πιστῶν αὐτοῦ͵ οἱ δοχεῖς τοῦ λόγου καὶ ἀγγελτῆρες͵ οἱ γνῶσται τῶν γραφῶν καὶ φθόγγοι τοῦ Θεοῦ καὶ μάρτυρες τοῦ θελήματος αὐτοῦ͵ οἱ πάντων τὰς ἁμαρτίας βαστάζοντες καὶ περὶ πάντων ἀπολογούμενοι· οἷς͵ ὡς ἠκούσατε͵ ἐμβριθῶς ὁ λόγος ἀπειλεῖ͵ ἐὰν κρύψητε ἐξ ἀνθρώπων τὴν τῆς γνώσεως κλεῖδα· οἷς κίνδυνος ὀλέθριος͵ ἐὰν μὴ διαγγείλητε τὸ θέλημα αὐτοῦ τῷ ὑφ΄ ὑμᾶς λαῷ· οἷς παρὰ Θεοῦ μισθὸς ἀψευδὴς καὶ κλέος ἀνεκδιήγητον ἐν δόξῃ͵ καλῶς λειτουργήσασιν τῇ σκηνῇ τῇ ἁγίᾳ. Ὡς γὰρ τὸ βάρος ὑμέτερον͵ οὕτως καὶ τὰς διακονίας τῶν τροφῶν καὶ τὰς ἄλλας χρείας ὑμεῖς καρποῦσθε. Μιμηταὶ γὰρ ἔστε Χριστοῦ τοῦ Κυρίου͵ καὶ ὡς αὐτὸς πάντων ἡμῶν τὰς ἁμαρτίας ἀνήνεγκεν ἐπὶ τὸ ξύλον͵ σταυρωθεὶς ὁ ἄμωμος ὑπὲρ τῶν κολάσεως ἀξίων͵ οὕτως καὶ ὑμᾶς τοῦ λαοῦ τὰς ἁμαρτίας ἐξιδιοποιεῖσθαι χρή. Εἴρηται γὰρ περὶ τοῦ σωτῆρος ἐν Ἡσαΐᾳ͵ ὅτι Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται. Καὶ πάλιν· Ὁ αὐτὸς τὰς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκεν καὶ διὰ τὰς ἀνομίας αὐτῶν παρεδόθη. Ὥσπερ οὖν ὑμεῖς σκοποί ἐστε͵ οὕτως καὶ σκοπὸν ἔχετε τὸν Χριστόν· ὡς οὖν αὐτὸς πάντων ὑμῶν͵ οὕτως καὶ ὑμεῖς τῶν ὑφ΄ ὑμᾶς λαϊκῶν. Μὴ γὰρ νομίζετε͵ ὅτι εὐχερὲς ἢ ἐλαφρὸν φορτίον ἐστὶν ἡ ἐπισκοπή».
8 Ιω. 17, 11-14 «καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ͵ καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσίν͵ κἀγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε͵ τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι͵ ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 17.12 ὅτε ἤμην μετ΄ αὐτῶν ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι͵ καὶ ἐφύλαξα͵ καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας͵ ἵνα ἡ γραφὴ πλη ρωθῇ. 17.13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι͵ καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσιν τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς. 17.14 ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου͵ καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς͵ ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου».
9 Α’ Κορινθ. 2, 12-13. Πρβ. Και Α’ Ιω. 4, 6 «ἡμεῖς ἐκ τοῦ θεοῦ ἐσμεν· ὁ γινώσκων τὸν θεὸν ἀκούει ἡμῶν͵ ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡμῶν. ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης».
10 Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς ἕνεκεν͵ καὶ αὖθις ἐπανόδου ἐκεῖθεν͵ μετὰ τὴν τοῦ πρεσβυτέρου χειροτονίαν͵ ἐν ᾧ τί τὸ τῆς ἱερωσύνης ἐπάγγελμα. PG 35, 480.
11 Διονυσίου Ψαριανού, Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης, Εκκλησία και κόσμος, Λειμωνάριον, φ. 39, σ. 10 – 11.
12 Ιω. 10, 11.
13 Λουκ. 19, 10.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου