Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί (μέρος B΄)

Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Όμιλία ζ΄ εἰς τούς Μακαρισμούς
PG 44, 1277-1292

Απόδοση στη Νέα Ελληνική: π. Χερουβείμ Βελέτζας


Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί· ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται (Ματθ. 5,9)
Και ας μη εξετάζει πολύ ο λόγος το βάθος της θεωρίας, μιας που και το πρόχειρο νόημα μάς αρκεί για να αποκτήσουμε το αγαθό. Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί. Ο λόγος αυτός χαρίζει την θεραπεία σε πολλές ασθένειες, περικλείοντας τα επί μέρους σε τούτη την περιληπτική και γενικότερη λέξη· ας εννοήσουμε πρώτα τί είναι η ειρήνη. Τι άλλο, παρά κάποια αγαπητική διάθεση προς τον συνάνθρωπο; Τι λοιπόν νοείται αντίθετο της αγάπης; Μίσος, οργή, θυμός, φθόνος, μνησικακία, υποκρισία, η συμφορά του πολεμου. Βλέπεις ποίων και πόσων ασθενειών φάρμακο είναι η μία λέξη; Γιατί η ειρήνη αντικαθιστά εντελώς καθένα από τα παραπάνω δεινά, και τα εξαφανίζει με την παρουσία της. Και όπως η ασθένεια εξαφανίζεται όταν αποκαθίσταται η υγεία, και το σκοτάδι διαλύεται όταν εμφανιστεί το φως, έτσι ακριβώς και όταν λάμψει η ειρήνη, διαλύονται όλα τα πάθη που συνίστανται στο αντίθετό της. Και δε νομίζω πως είναι απαραίτητο να εξηγήσω ο ίδιος με τον λόγο το πόσο αγαθό είναι τούτο, αλλά συ αναλογίσου με τον εαυτό σου πώς είναι ο βίος εκείνων που τρέφουν υποψία και μίσος μεταξύ τους, στους οποίους οι μεν συναναστροφές είναι κακότροπες, τα πάντα δε των άλλων είναι γι' αυτούς αποκρουστικά, τα δε στόματα σιωπηλά και τα βλέμματα γυρισμένα και τα αφτιά βουλωμένα στην φωνή του μισούντος και μισουμένου. Αγαπούν, επιπλέον, οτιδήποτε δεν αγαπούν οι γύρω τους, και τουναντίον μισούν ό,τι για τον άλλο είναι ευχάριστο και αγαπητό. Επομένως, όπως τα πιο ευωδιαστά αρώματα με την δική τους αύρα γεμίζουν τον αέρα γύρω τους, έτσι θέλει (ο Κύριος) να είσαι περιεκτικός της ειρήνης στο έπακρο, ώστε ο βίος σου να αποτελεί θεραπεία της ασθένειας των άλλων.
    Και μπορείς με ακρίβεια να αντιληφθείς πόσο μεγάλο αγαθό είναι αυτό, εάν αναλογιστείς τις συμφορές που προκαλεί στην ψυχή το καθένα από τα παθήματα της δυσμενούς προαιρέσεως. Ποιος μπορεί να διηγηθεί επάξια τα πάθη της ψυχής; Ποιος λόγος να περιγράψει την ασχήμια αυτής της νόσου; Βλέπεις πώς εκδηλώνονται τα πάθη στους δαιμονισμένους που κυριεύονται από θυμό. Βάλε δίπλα - δίπλα του δαίμονα και του θυμού τα συμπτώματα, και λογάριασε την διαφορά. Το μάτι των δαιμονισμένων είναι αναιμικό και γυρισμένο, η γλώσσα τους παραληρεί, τα λόγια τους τραχιά, έντονη και σαν γαύγισμα η φωνή. Είναι κοινά και στον θυμό και στον δαίμονα οι απότομες κινήσεις της κεφαλής, οι σπασμωδικές κινήσεις των χεριών, ο βρασμός ολόκληρου του σώματος, τα ασταθή πόδια, κοινή η υπογραφή και των δύο νοσημάτων. Σε αυτό μόνο διαφέρει το ένα από το άλλο, ότι δηλαδή το μεν ένα κακό είναι εκούσιο, το δε άλλο σε αυτούς που ενσκήπτει γίνεται χωρίς τη θέλησή τους. Και πόσο ελεεινότερο είναι το να βυθίζεται κανείς στη συμφορά εξαιτίας της δικής του ορμής, από το να το πάθει χωρίς να το επιθυμεί; Και εκείνος που είδε μεν την ασθένεια του δαιμονισμένου, τον λυπήθηκε ολότελα· ενώ την εκ του θυμού παραφροσύνη και την είδε και την μιμήθηκε, αντλώντας ζημία από εκείνον που δεν προνόησε να μην βγει εκτός εαυτού. Και ο μεν δαίμονας στρεβλώνει το σώμα του παθόντος και το κακό μένει σε αυτόν, αφού τον κάνει να χτυπά με τα χέρια του τον αέρα· ο δε δαίμων του θυμού δεν καθιστά αργές τις κινήσεις του σώματος. Διότι όταν επικρατήσει το πάθος και το αίμα υπερθερμάνει την μέλαινα χολή, όπως λένε [Σημ.τ.Μ.: αναφέρεται στην τότε επικρατούσα θεωρία της ιατρικής], τότε από την θυμώδη διάθεση κατασπαράσσεται όλο το σώμα και από τους συμπιεζόμενους μέσα σε αυτό ατμούς ταλαιπωρούνται όλα τα αισθητήρια του εγκεφάλου· και τα μεν μάτια πετάγονται έξω από τις κόγχες, ατενίζοντας αναιμικά και σαν του φιδιού αυτό που τους λυπεί, τα δε πνευμόνια καταλαμβάνονται από άσθμα, διαστέλλονται τα αγγεία του αυχένα, και η γλώσσα γίνεται τραχειά, και η φωνή από την εκούσια στένωση της αρτηρίας γίνεται πιο οξεία, και τα χείλη μελανιάζουν υπό την επίδραση εκείνης της ψυχρής χολής και γίνονται δυσκίνητα στο να εκτελέσουν τις φυσιολογικές κινήσεις σε σημείο που να μη μπορούν να συγκρατήσουν το σάλιο που περισσεύει στο στόμα αλλά το βγάζουν μαζί με τα λόγια, φτύνοντας τον αφρό της βίαιης λαλιάς. Τότε και τα χέρια βλέπει κανείς  να ταράζονται από την νόσο, και τα πόδια ομοίως· και δεν κινούνται τα μέλη τούτα εις μάτην, όπως συμβαίνει στους δαιμονισμένους, αλλά προκειμένου να βλάψουν εκείνους που συμπλέκονται μεταξύ τους στη νόσο. Διότι αστραπιαία καταφέρουν ο ένας στον άλλο καίρια χτυπήματα στα αισθητήρια όργανα, και δεν μένουν άπρακτα ούτε τα δόντια, αν κατά την συμπλοκή πλησιάσει το στόμα στο σώμα, αλλά φυτεύονται σαν του θηρίου σε όποιο μέλος βρεθεί μπροστά τους. Και ποιος μπορεί να απαριθμήσει τα κακά ένα προς ένα, τα οποία προέρχονται από τον θυμό; δίκαια λοιπόν εκείνος που εμποδίζει αυτή την ασχημοσύνη, θα μπορούσε να ονομαστεί ως τίμιος και άξιος επαίνου, εξαιτίας της πολύ μεγάλης ευεργεσίας που επιφέρει. Κι άμα είναι τίμιος εκείνος που γλιτώνει το συνάνθρωπό του από μια τέτοια σωματική παρεκτροπή, πόσο περισσότερο θα νομισθεί από τους εχέφρονες ως ευεργέτης της ζωής εκείνος που ελευθέρωσε την ψυχή από τέτοια ασθένεια;  Γιατί όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο τιμιότερος από τους ιατρούς των σωμάτων είναι εκείνος που καθιστά υγιείς τις ψυχές.
    Και μη νομίσει κανείς ότι θεωρώ την ασχήμια του θυμού ως το χειρότερο από τα κακά που ενεργεί το μίσος. Έχω την εντύπωση ότι το πάθος του φθόνου και της υποκρισίας είναι τόσο βαρύτερο από το προαναφερθέν, όσο χειρότερο είναι το κρυφό από το φανερό. Γιατί και από τα σκυλιά αυτά περισσότερο φοβόμαστε, τα οποία ούτε με γαύγισμα προμηνύουν τον θυμό τους ούτε με επίθεση κατά μέτωπο, αλλά με όψη ήρεμη και ατάραχη μάς επιφυλάσσουν αυτό που δεν μπορούμε να προβλέψουμε και να διανοηθούμε. Τέτοιο είναι το πάθος του φθόνου και της υποκρισίας, στα οποία υποβόσκει μεν στο βάθος της καρδιάς το μίσος, σαν κάποια φωτιά, ενώ στην όψη μετασχηματίζεται σε φιλία, εξαιτίας της υποκρισίας. Κι όπως αν κρυφτεί μια σπίθα στα άχυρα, διαρκώς κατακαίει τα γύρω από αυτήν χωρίς να φαίνεται ότι υπάρχει φλόγα, αλλά πυκνός καπνός βγαίνει βίαια επειδή συμπιέζεται από την καύση, όταν δε φυσήξει ελαφρό αεράκι, τότε αναζωπυρώνεται σε λαμπρή και ολοφάνερη φλόγα· έτσι ακριβώς  και ο φθόνος κατατρώει μεν εσωτερικά την καρδιά, σαν τη φωτιά που σιγοκαίει την θημωνιά από άχυρο, και κρύβει βέβαια από ντροπή την ασθένεια χωρίς όμως να δύναται να την αποκρύψει εντελώς, αλλά διακρίνεται σαν άλλος μαύρος καπνός το σύμπτωμα της πικρίας που προέρχεται από τον φθόνο. Κι άμα ενσκήψει κάποια συμφορά σε εκείνον τον οποίο φθονεί, τότε φανερώνει την ασθένειά του, καθώς αντιμετωπίζει με χαρά και ηδονή την λύπη εκείνου. Και το κρυφό του πάθους, το οποίο μοιάζει να απουσιάζει, κατηγορείται από τα φανερά σημεία του προσώπου. Γιατί συχνά αυτά είναι τα επιθανάτια σημάδια της απογνώσεως σε εκείνους που έχουν λιώσει από φθόνο: μάτια ξηρά, βαθουλωμένα μέσα στις κοιλότητες, φρύδια πεσμένα, οστά που διαφαίνονται κάτω από το δέρμα.
    Και ποια είναι η αιτία της νόσου; Το ότι ζει ειρηνικά ο αδελφός, ή ο συγγενής, ή ο γείτονας. Ω, νέα αδικήματα! Να θεωρείται έγκλημα το ότι εκείνος δεν είναι δυστυχισμένος, εξαιτίας της καλοσύνης του οποίου αυτός πονά· όχι επειδή τούτος κρίνει ότι από τα δικά του η αδικία αποτελεί κακό, αλλά επειδή ο άλλος είναι ευτυχισμένος επειδή δεν αδικεί σε τίποτα. Τι νομίζεις, δειλέ; θα του έλεγα, γιατί έλιωσες βλέποντας με μισό μάτι τα καλά έργα του γείτονα; Τι έχεις να τον κατηγορήσεις; Επειδή εκείνος έχει ωραίο σώμα; Επειδή διαθέτει το χάρισμα του λόγου; Επειδή κατάγεται από καλύτερη γενιά; Επειδή αφού ανήλθε σε κάποιο αξίωμα φάνηκε λαμπρή η αξία του; Επειδή έτυχε να έχει μεγαλύτερη οικονομική άνεση; Επειδή είναι σεμνός στη σκέψη και στα λόγια; Επειδή έχει καλό όνομα εξαιτίας των ευεργεσιών που προσφέρει; Επειδή χαίρεται τα παιδιά του και τη γυναίκα του; Επειδή από τα έσοδά του ντύνεται λαμπρά; Γιατί αυτά πέφτουν στην καρδιά σου σαν κοφτερά βέλη; Φέρνεις μαζί τις παλάμες, συμπλέκεις τα δάχτυλα, αδημονείς με τους λογισμούς, στενάζεις βαθιά και οδυνηρά, η απόλαυση των αγαθών σου προξενεί αηδία, πικρό το φαγητό, κατσουφιασμένη η διάθεση, έτοιμο το αφτί στην συκοφάντηση εκείνου που πράττει το καλό. Κι αν ακόμη κάτι καλό ειπωθεί, η ακοή είναι βουλωμένη στον λόγο. Και αφού η ψυχή σου βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, γιατί κρύβεις την ασθένεια με την υποκρισία; Πώς σχηματίζεται σε σένα το προσωπείο της φιλίας, με την επίπλαστη εύνοια; Τι απευθύνεις φιλοφρονήσεις λέγοντάς του να χαίρεται και να έχει υγεία, ενώ στα μύχια της ψυχής σου επιθυμείς τα ενάντια; Τέτοιος ήταν ο Κάιν, που λύσσαξε από την καλοσύνη του Άβελ: ο μεν φθόνος από μέσα τού υπαγόρευε τον φόνο και η ιστορία τον έκανε δήμιο, γιατί αφού υποκρίθηκε φιλική και σύμφωνη με εκείνον διάθεση απέσπασε τη σύμφωνη γνώμη των γονέων και τον οδήγησε μακριά στην πεδιάδα, κι έπειτα αποκάλυψε με τον φόνο τον φθόνο. Εκείνος επομένως που βγάζει έξω από την ανθρώπινη ζωή αυτού του είδους την ασθένεια, και συνδέεται με τον συνάνθρωπο με καλή διάθεση και ειρήνη, και οδηγεί τους ανθρώπους σε ομοφωνία εξαιτίας της φιλίας, δεν πραγματοποιεί όντως έργο θεϊκής δυνάμεως, περιορίζοντας από τη μια τα κακά της ανθρώπινης φύσης και από την άλλη αντικαθιστώντας τα με την κοινωνία των αγαθών; Γι αυτό τον λόγο ονομάζει τον ειρηνοποιό υιό του Θεού, επειδή αυτός που χαρίζει όλα αυτά στην ζωή των ανθρώπων γίνεται μιμητής του αληθινού Θεού.
    “Μακάριοι” επομένως “οἱ εἰρηνοποιοὶ͵ ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται”. Ποιοι είναι αυτοί; Οι μιμητές της φιλανθρωπίας του Θεού, αυτοί που επιδεικνύουν στον βίο τους το ίσο της θείας ενεργείας. Αφαιρεί στο σύνολό του και το καθιστά ανύπαρκτο ο ευεργέτης των αγαθών και Κύριος ημών, κάθε τι το ξένο και αλλότριο ως προς την φύση του αγαθού. Αυτή την ενέργεια νομοθετεί και για σένα, δηλαδή να διώχνεις το μίσος, να καταργείς τον πόλεμο, να εξαφανίζεις τον φθόνο, να εξορίζεις την μάχη, να αναιρείς την υποκρισία, να κατασβένεις την μνησικακία που υποβόσκει στο εσωτερικό της καρδιάς· και αντί αυτών να εισάγεις όσα αντικαθίστανται από την αφαίρεση των αντιθέτων. Διότι όπως έρχεται το φως όταν υποχωρεί το σκοτάδι, έτσι και αντί για το καθένα από αυτά εισέρχεται ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, αγάπη, χαρά, ειρήνη, καλοσύνη, μακροθυμία, όλες οι αρετές που απαρίθμησε ο Απόστολος. Πώς λοιπόν να μην είναι μακάριος ο διανομέας των θείων δωρεών; ο μιμητής των χαρισμάτων του Θεού;  αυτός που εξομοιώνει τις αγαθοεργίες του με την μεγάλη δωρεά του Θεού; Και ίσως ο μακαρισμός δεν αποβλέπει μόνο στο αγαθό προς τους άλλους, αλλά πιστεύω ότι κυρίως ειρηνοποιό ονομάζει εκείνον που έχει κατορθώσει να οδηγήσει σε ειρηνική συμφωνία μέσα του την διάσταση ανάμεσα στο σαρκικό και στο πνευματικό φρόνημα, και τον από αυτά εμφύλιο πόλεμο της φύσης, όταν δηλαδή δεν είναι πλέον ενεργός ο νόμος του σώματος, ο οποίος αντιμάχεται τον νόμο του μυαλού, αλλά υποταγμένος στην  καλύτερη ηγεμονία του νου γίνεται υπηρέτης των εντολών του Θεού. Ακόμα περισσότερο μη νομίσουμε ότι αυτό συμβουλεύει ο λόγος, ότι δηλαδή θεωρούνται δυαλιστικά εκείνοι που κατόρθωσαν την ειρήνη στη ζωή τους, αλλά αφού καταργηθεί μέσα μας το μεσότοιχο της κακίας, τα δύο αυτά γίνονται ένα, ταυτισμένα πλέον στην σκέψη και κρίση του ανώτερου από αυτά. Επειδή λοιπόν πιστεύουμε ότι η θεότητα είναι απλή και ασύνθετη και ασχημάτιστη, όταν και ο άνθρωπος μέσα από αυτήν εδώ την ειρηνοποιία βγει έξω από τα όρια της διπλής σύνθεσης που προανέφερα και ακριβώς επανέλθει στο αγαθό, στο απλό και στο ασχημάτιστο και γίνει αληθινά ένα, ώστε αυτό που φανερώνει να είναι το ίδιο με το κρυφό και το κρυφό πάλι να είναι ίδιο με αυτό που φανερώνει, τότε πράγματι επικυρώνεται ο μακαρισμός και λέγονται στην κυριολεξία αυτοί υιοί του Θεού, όντας μακάριοι σύμφωνα με την επαγγελία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.