Ο καλός και ο κακός λόγος


Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο ότι κάποτε ανέβαινε από την Σκήτη στο όρος της Νιτρίας και καθώς έφτασε κοντά στον τόπο, είπε στον μαθητή του «προχώρα λίγο πιο μπροστά». Και καθώς προχώρησε αυτός, συναντά κάποιον ιερέα των ειδώλων και με δυνατή φωνή ο αδελφός τού έλεγε «ε, ε, δαίμονα, πού τρέχεις;». Γυρνά εκείνος πίσω και άρχισε να τον κτυπά και τον άφησε μισοπεθαμένο, και αφού σήκωσε το ξύλο έτρεχε. Κι αφού προχώρησε λίγο τον συναντά ο αββάς Μακάριος να τρέχει και τού λέει «είθε να σωθείς, είθε να σωθείς, αγωνιστά». Κι εκείνος αφού εθαύμασε ήλθε προς αυτόν και είπε «τί καλό είδες σε εμένα, και με προσφώνησες έτσι;». Τού λέει ο γέρων «επειδή σε είδα ότι κοπιάζεις, και δεν γνωρίζεις ότι κοπιάζεις στο κενό». Τού λέει τότε κι εκείνος «κι εγώ με τον ασπασμό σου ένιωσα κατάνυξη, και έμαθα ότι είσαι με το μέρος του Θεού. Ενώ άλλος κακός μοναχός με συνάντησε και με έβρισε, κι εγώ τού έδωσα πληγές ώστε να πεθάνει». Και κατάλαβε ο γέρων ότι επρόκειτο για τον μαθητή του. Κι ο ιερέας τού κρατούσε τα πόδια κι έλεγε «δεν θα σε αφήσω, αν δεν με κάνεις μοναχό». Και ήλθαν πιο πάνω, όπου ήταν ο μοναχός, και τον σήκωσαν και τον έφεραν στην εκκλησία του όρους, και όταν είδαν (οι άλλοι μοναχοί) τον ιερέα μαζί του, απόρησαν. Και τον έκαναν μοναχό, και πολλοί ειδωλολάτρες γίνονταν χριστιανοί εξαιτίας του. Έλεγε λοιπόν ο αββάς Μακάριος ότι «ο λόγος ο κακός ακόμα και τους καλούς τους κάνει κακούς, ενώ ο καλός λόγος κάνει και τους κακούς καλούς».

* * *

Ἔλεγον περὶ τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου͵ ὅτι ἀνέβαινέ ποτε ἐκ τῆς Σκήτεως εἰς τὸ ὄρος τῆς Νιτρίας· καὶ ὡς ἤγγισεν εἰς τὸν τόπον͵ εἶπε τῷ μαθητῇ αὐτοῦ· πρόλαβε μικρόν. καὶ ἐν τῷ προάγειν αὐτὸν συναντᾷ τινι ἱερεῖ τῶν Ἑλλήνων· καὶ κράξας αὐτῷ ὁ ἀδελφὸς ἐφώνει λέγων· αἶ͵ αἶ͵ δαῖμον͵ ποῦ τρέχεις; στραφεὶς δὲ ἐκεῖνος διδοῖ αὐτῷ πληγὰς καὶ ἀφίει αὐτὸν ἡμιθανῆ. καὶ ἄρας τὸ ξύλον ἔτρεχε· καὶ προβάντι ὀλίγον συναντᾷ αὐτῷ ἀββᾶς Μακάριος τρέχοντι· καὶ λέγει αὐτῷ· σωθείης͵ σωθείης͵ καματηρέ. καὶ θαυμάσας ἦλθε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· τί καλὸν εἶδες ἐν ἐμοί͵ ὅτι προσηγόρευσάς με; λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· ὅτι εἶδόν σε κοπιῶντα· καὶ οὐκ οἶδας͵ ὅτι εἰς κενὸν κοπιᾷς. λέγει αὐτῷ καὶ αὐτός· κἀγὼ ἐπὶ τῷ ἀσπασμῷ σου κατενύγην· καὶ ἔμαθον͵ ὅτι τοῦ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶ· ἄλλος δὲ κακὸς μοναχὸς ἀπαντήσας μοι͵ ὕβρισέ με· κἀγὼ ἔδωκα αὐτῷ πληγὰς εἰς θάνατον. καὶ ἔγνω ὁ γέρων͵ ὅτι ὁ μαθητὴς αὐτοῦ ἐστι. καὶ κρατήσας τοὺς πόδας αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς ἔλεγεν· οὐκ ἀφῶ σε͵ ἐὰν μὴ ποιήσῃς με μοναχόν. καὶ ἦλθον ἐπάνω ὅπου ἦν ὁ μοναχός͵ καὶ ἐβάσταξαν αὐτὸν καὶ ἤνεγκαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ ὄρους· καὶ ἰδόντες τὸν ἱερέα μετ΄ αὐτοῦ͵ ἐξέστησαν· καὶ ἐποίησαν αὐτὸν μοναχόν· καὶ πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων ἐγένοντο δι΄ αὐτὸν Χριστιανοί. ἔλεγεν οὖν ὁ ἀββᾶς Μακάριος͵ ὅτι ὁ λόγος ὁ κακὸς καὶ τοὺς καλοὺς ποιεῖ κακούς· καὶ ὁ καλὸς λόγος καὶ τοὺς κακοὺς ποιεῖ καλούς.

PG 34.260

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου