Θεολογία της εικόνας - αιρετικές αποκλίσεις

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ - ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ
(Εισήγηση στο Φροντιστήριο Κατηχητών της Ι. Μητροπόλεως Κερκύρας και Παξών
την 25η Ιανουαρίου 2010)


Η Ορθόδοξη χριστιανική ζωή έχει ταυτιστεί με τις εικόνες, ιδιαίτερα μετά την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, σε βαθμό που να λέμε ότι εκκλησία που δεν έχει εικόνες είναι σίγουρα αιρετική. Και όταν μιλάμε για εικόνες στην Ορθόδοξη ζωή δεν εννοούμε απλά τον ζωγραφικό θρησκευτικό διάκοσμο, αλλά την εικόνα ως αναπόσπαστο μέρος της Λατρείας, η οποία είναι και η απόλυτη έκφραση της ίδιας της δομής και της φύσεως της Εκκλησίας.
Ίσως φανεί λίγο απότομη και σκληρή η εισαγωγή της εισηγήσεώς μου. Ξεκίνησα όμως με αυτές τις τόσο ουσιαστικές διαπιστώσεις αφενός μεν για να τονίσω την μέγιστη σημασία του θέματος που θα αναπτύξω στην αγάπη σας και αφετέρου για να σας προκαλέσω να μπούμε μαζί αμέσως στην καρδιά της Θεολογίας των εικόνων, ώστε να γίνει κατανοητή και η σημασία της διαμάχης γύρω από αυτές τόσο κατά την εικονομαχία, όσο και στη σύγχρονη εποχή που κυριαρχείται από τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης και αποχρωματισμού των λαών, όπου τη θέση πλέον των εικόνων έρχονται να καταλάβουν τα κοσμοείδωλα των ΜΜΕ.



α. Θεολογία της εικόνας


Η εικόνα κατά την Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι απλά μια ζωγραφιά. Αν διαβάσουμε την Αγία Γραφή, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως (στιχ. 26-27) θα δούμε ότι ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Αυτού. Είναι επομένως απαραίτητο να γνωρίζουμε τί σημαίνει εικόνα και σε τί διαφέρει από το είδωλο, μιας που στον Δεκάλογο ο Θεός προστάζει “οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδέ παντός ὁμοίωμα ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὕδασι ὑποκάτω τῆς γῆς. οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδέ μη λατρεύσεις αὐτοῖς” (Έξοδος 20, 4-5). Σε αυτή την εντολή του Θεού και στην παρανόηση της μεγάλης και ουσιώδους διαφοράς ανάμεσα στο είδωλο και την εικόνα, στηρίχτηκαν όλες οι έριδες γύρω από τις εικόνες τόσο στο παρελθόν όσο και κατά την σύγχρονη εποχή, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή θα διαπιστώσουμε ότι ο ζωγραφικός διάκοσμος καταρχάς δεν αποκλείεται ούτε στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Θεός, που στον Δεκάλογο απαγορεύει να κατασκευάζουν οι Εβραίοι είδωλα, δίνει εντολή στο Μωυσή να διακοσμήσει τη Σκηνή του Μαρτυρίου και να κατασκευάσει δύο ομοιώματα χερουβείμ επάνω από την Κιβωτό της Διαθήκης (Έξοδ. κεφ. 25-26). Κατά τον ίδιο τρόπο διακόσμησε και ο Σολομώντας τον Ναό που έχτισε στην Ιερουσαλήμ, με χρυσά χερουβείμ και λέοντες και φυτικό διάκοσμο (Α' Βασιλ. κεφ. 6-8).
Κατά τους πρώτους ακόμα χριστιανικούς χρόνους, μέσα στις κατακόμβες, βλέπουμε να χρησιμοποιούνται χριστιανικά σύμβολα και εικόνες: ο σταυρός, ο φοίνικας, η άγκυρα, ο ΙΧΘΥΣ, αλλά και οι μορφές του Χριστού, της Θεοτόκου, των πρώτων μαρτύρων. Αν και δειλά στην αρχή, ίσως εξαιτίας του γεγονότος ότι ο χριστιανισμός αναπτύχθηκε μέσα στον ειδωλολατρικό κόσμο, γρήγορα υιοθετήθηκαν οι εικόνες, ώστε από τον τέταρτο ακόμη αιώνα να έχουμε σημαντικότατες μαρτυρίες από την Πατερική γραμματεία τόσο για την εικονογραφική διακόσμηση ολόκληρων ναών όσο και για την εκτίμηση και σημασία που απέδιδαν σε αυτές μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Αρκεί το παράδειγμα της ομιλίας του Μεγάλου Βασιλείου στον Μάρτυρα Βαρλαάμ, όπου παρουσιάζεται η εικονογραφία ως εκφραστικότερη κάθε ρητορικού λεκτικού σχήματος: « νάστητέ μοι νῦν͵ ὦ λαμπροὶ τῶν ἀθλητικῶν κατορθωμάτων ζωγράφοι· τὴν τοῦ στρατηγοῦ κολοβωθεῖσαν εἰκόνα ταῖς ὑμετέραις μεγαλύνατε τέχναις. Ἀμαυρότερον παρ΄ ἐμοῦ τὸν στεφανίτην γραφέντα τοῖς τῆς ὑμετέρας σοφίας περιλάμψατε χρώμασιν. Ἀπέλθω τῇ τῶν ἀριστευμάτων τοῦ μάρτυρος παρ΄ ὑμῶν νενικημένος γραφῇ· χαίρω τὴν τοιαύτην τῆς ὑμετέρας ἰσχύος σήμερον νίκην ἡττώμενος. Ἴδω τῆς χειρὸς πρὸς τὸ πῦρ ἀκριβέστερον παρ΄ ὑμῶν γραφομένην τὴν πάλην· ἴδω φαιδρότερον ἐπὶ τῆς ὑμετέρας τὸν παλαιστὴν γεγραμμένον εἰκόνος. Κλαυσάτωσαν δαίμονες͵ καὶ νῦν ταῖς τοῦ μάρτυρος ἐν ὑμῖν ἀριστείαις πληττόμενοι. Φλεγομένη πάλιν αὐτοῖς ἡ χεὶρ καὶ νικῶσα δεικνύσθω. Ἐγγραφέσθω τῷ πίνακι καὶ ὁ τῶν παλαισμάτων ἀγωνοθέτης Χριστός· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν » (PG 31, 489).
Τη σημασία της εικονογραφίας για την πνευματική καλλιέργεια των πιστών θα τονίσει και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: “Ἐλθὼν δὲ εἴς τι χωρίον ὅμοιον τούτῳ͵ ἔνθα σήμερον ἡμέτερος σύλλογος͵ ὅπου μνήμη δικαίου καὶ ἅγιον λείψανον· πρῶτον μὲν τῇ μεγαλοπρεπείᾳ τῶν ὁρωμένων ψυχαγωγεῖται͵ οἶκον βλέπων ὡς Θεοῦ ναὸν͵ ἐξησκημένον λαμπρῶς τῷ μεγέθει τῆς οἰκοδομῆς͵ καὶ τῷ τῆς ἐπικοσμήσεως κάλλει͵ ἔνθα καὶ τέκτων εἰς ζώων φαντασίαν τὸ ξύλον ἐμόρφωσε͵ καὶ λιθοξόος εἰς ἀργύρου λειότητα τὰς πλάκας ἀπέξεσεν. Ἐπέχρωσε δὲ καὶ ζωγράφος τὰ ἄνθη τῆς τέχνης ἐν εἰκόνι διαγραψάμενος͵ τὰς ἀριστείας τοῦ μάρτυρος͵ τὰς ἐνστάσεις͵ τὰς ἀλγηδόνας͵ τὰς θηριώδεις τῶν τυράννων μορφὰς͵ τὰς ἐπηρείας͵ τὴν φλογοτρόφον ἐκείνην κάμινον͵ τὴν μακαριωτάτην τελείωσιν τοῦ ἀθλητοῦ͵ τοῦ ἀγωνοθέτου Χριστοῦ τῆς ἀνθρωπίνης μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα͵ πάντα ἡμῶν ὡς ἐν βιβλίῳ τινὶ γλωττοφόρῳ διὰ χρωμάτων τεχνουργησάμενος͵ σαφῶς διηγόρευσε τοὺς ἀγῶνας τοῦ μάρτυρος͵ καὶ ὡς λειμῶνα λαμπρὸν τὸν νεὼν κατηγλάϊσεν· οἶδε γὰρ καὶ γραφὴ σιωπῶσα ἐν τοίχῳ λαλεῖν͵ καὶ τὰ μέγιστα ὠφελεῖν(ομιλία εις τον άγιο Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο, PG 46, 737 ).
Επομένως οι εικόνες για την Ορθόδοξη θεολογία δεν αποτελούν απλά τα βιβλία των αγραμμάτων, αλλά έχουν την ίδια αξία και την ίδια δύναμη που έχει το κήρυγμα, η δια του λόγου διδασκαλία των πιστών, τόσο για τους απλούς ανθρώπους όσο και για τους μεγάλους Πατέρες και θεολόγους της Εκκλησίας. “Εἶδον πολλάκις ἐπὶ γραφῆς εἰκόνα τοῦ πάθους͵ καὶ οὐκ ἀδακρυτὶ τὴν θέαν παρῆλθον͵ ἐναργῶς τῆς τέχνης ὑπ΄ ὄψιν ἀγούσης τὴν ἱστορίαν”, θα πει και πάλι ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης (Λόγος περί θεότητος Υιού και Πνεύματος, PG 46, 542).
Την μεγάλη αξία των εικόνων υπογραμμίζει και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος στον 82ο Κανόνα: “ἔν τισι τῶν σεπτῶν εἰκόνων γραφαῖς ἀμνὸς δακτύλῳ τοῦ Προδρόμου δεικνύμενος ἐγχαράττεται· ὃς εἰς τύπον παρελήφθη τῆς χάριτος͵ τὸν ἀληθινὸν ἡμῖν διὰ νόμου προϋποφαίνων ἀμνόν͵ Χριστὸν τὸν θεὸν ἡμῶν. τοὺς οὖν παλαιοὺς τύπους καὶ τὰς σκιάς͵ ὡς τῆς ἀληθείας σύμβολά τε καὶ προχαράγματα τῇ ἐκκλησίᾳ παραδεδομένους κατασπαζόμενοι τὴν χάριν προτιμῶμεν καὶ τὴν ἀλήθειαν͵ ὡς πλήρωμα νόμου ταύτην ὑποδεξάμενοι. ὡς ἂν οὖν τὸ τέλειον κἀν ταῖς χρωματουργίαις ἐν ταῖς ἁπάντων ὄψεσιν ὑπογράφηται͵ τὸν τοῦ αἴροντος τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ἀμνοῦ Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν κατὰ τὸ ἀνθρώπινον χαρακτῆρα καὶ ἐν ταῖς εἰκόσιν ἀπὸ τοῦ νῦν ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ ἀμνοῦ ἀναστηλοῦσθαι ὁρίζομεν͵ δι΄ αὐτοῦ τὸ τῆς ταπεινώσεως ὕψος τοῦ θεοῦ λόγου κατανοοῦντες καὶ πρὸς μνήμην τῆς ἐν σαρκὶ πολιτείας τοῦ τε πάθους αὐτοῦ καὶ τοῦ σωτηρίου θανάτου χειραγωγούμενοι καὶ τῆς ἐντεῦθεν γινομένης τῷ κόσμῳ ἀπολυτρώσεως”. Ο κανόνας αυτός ορίζει σαφώς αντί του αμνού, που συμβολικά χρησιμοποιούνταν σε κάποιες περιπτώσεις, να εικονίζεται η θεανθρώπινη μορφή του Χριστού, ως απόδειξη της θείας ενανθρωπήσεως, του Πάθους και της Απολυτρώσεως του κόσμου. Εντάσσεται δηλαδή ο κανόνας στο πλαίσιο των χριστολογικών ερίδων της εποχής και θεωρεί την απεικόνιση του θεανδρικού προσώπου όχι μόνο ως φυσική συνέπεια της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και επιβεβλημένη. Ο Μονοφυσιτισμός άλλωστε, επειδή ουσιαστικά αρνούνταν την ανθρώπινη φύση του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού, είχε απορρίψει κατηγορηματικά τις εικόνες του Χριστού. Γι αυτό και πριν ακόμα ξεσπάσει η εικονομαχία, η άρνηση των εικόνων είχε ταυτιστεί με την αίρεση.
Υπήρξαν βέβαια κατά καιρούς και ορισμένες φωνές ενάντια στις εικόνες, τις οποίες επικαλέστηκαν με πάθος τόσο οι εικονομάχοι, όσο και οι Προτεστάντες κατά τον 16ο αιώνα. Ωστόσο περιορίζονται σε δύο επιστολές, μία του Ευσεβίου Καισαρείας και μία του Επιφανίου Κύπρου, καθώς επίσης και σε άλλες λιγότερο σημαντικές αναφορές. Την μεγάλη εξάλλου πολεμική κατά των εικόνων την εξαπέλυσε ο Λέων ο Ίσαυρος το 726 και την περιέβαλε με θεολογικό μανδύα ο γιος του, Κωνσταντίνος ο Κοπρὠνυμος, επί των ημερών του οποίου συνεκλήθη η εικονομαχική σύνοδος της Ιέρειας. Η εικονομαχική έριδα έδωσε στην Εκκλησία την ευκαιρία να εκφράσει με συστηματικό τρόπο το Ορθόδοξο βίωμα, και να διατυπώσει αυτό που λέμε “θεολογία των εικόνων”. Τεράστια ήταν η συμβολή των αγίων Θεοδώρου του Στουδίτου, Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως και Ιωάννου του Δαμασκηνού. Ο τελευταίος, στους τρεις περίφημους λόγους του περί των αγίων εικόνων ανακεφαλαιώνει ολόκληρη την Πατερική θεολογία.
Είναι απαραίτητο, ακόμα και σήμερα, να μπορούμε καταρχάς να ξεχωρίζουμε τί είναι εικόνα και τί είδωλο, κάτι που ήδη από την αποστολική εποχή ήταν ξεκάθαρο στους χριστιανούς. «Ἄλλο εἴδωλον͵ καὶ ἕτερον ὁμοίωμα. Ὁμοίωμα γάρ ἐστιν͵ ἐὰν ποιῇς ἰχθύος τετραπόδου͵ θηρίου͵ διὰ τεχνουργίας διὰ ζωγραφίας ὁμοίωμα· εἴδωλον δὲ͵ ὅσα ἀνατυποῦσα ψυχὴ ποιεῖ ἐξ οὐχ ὑπαρχόντων πρωτοτύπως· οἷον͵ ἀναμεμιγμένον τι ζῶον ἀπὸ ἀνθρώπου καὶ ἵππου», θα μας πει ο Ωριγένης (PG 67, 17). το είδωλο δηλαδή περιέχει πάντα το ψεύδος, είτε ως προς τη μορφή, επειδή εικονίζει ανύπαρκτα όντα, είτε ως προς το περιεχόμενο, όταν αναπαριστά ψευδείς θεούς. Αντίθετα η εικόνα αποτελεί ομοίωμα ενός υπαρκτού προσώπου, ενός αγίου ή του θεανθρώπου Χριστού, και είναι πάντα αληθής και ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο του εικονιζομένου.
Η εικόνα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως είδωλο, γιατί δεν ταυτίζεται με το εικονιζόμενο πρόσωπο. « Εἰκὼν μὲν οὖν ἐστιν ὁμοίωμα καὶ παράδειγμα καὶ ἐκτύπωμά τινος ἐν ἑαυτῷ δεικνύον τὸ εἰκονιζόμενον͵ πάντως δὲ οὐ κατὰ πάντα ἔοικεν εἰκὼν τῷ πρωτοτύπῳ τουτέστι τῷ εἰκονιζομένῳ. ἄλλο γάρ ἐστιν εἰκὼν καὶ ἄλλο τὸ εἰκονιζόμενον καὶ πάντως ὁρᾶται ἐν αὐτοῖς διαφορά͵ ἐπεὶ οὐκ ἄλλο τοῦτο καὶ ἄλλο ἐκεῖνο », λέει σαφέστατα ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (περί των εικόνων 3, 16). Από τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην εικόνα και το πρωτότυπο, ανάλογη διαφορά υπάρχει και ανάμεσα στην προσκύνηση, που αποδίδουμε στις ιερές εικόνες και τους Αγίους, και στην λατρεία, που αποδίδουμε μόνο στον Θεό. «  τιμὴ καὶ προσκύνησις κοινοποιοῦνται μέχρι καὶ τοῦ τυχόντος ἀνθρώπου͵ οὐ μὴν πίστις τε καὶ λατρεία· ὥσπερ γὰρ πιστεύομεν εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα μόνον͵ οὕτω καὶ λατρεύομεν » (Θεοδώρου του Στουδίτου, επιστολή προς Σευηριανό). Και ο Ωριγένης θα προσθέσει « οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδ΄ οὐ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς. μὲν λατρεύων καὶ προσκυνεῖ͵ προσκυνῶν δέ τις οὐ πάντως λατρεύει· τὸ μὲν γὰρ ψυχῆς σεβομένης͵ τὸ δὲ καὶ μέχρι τοῦ σχήματος » (Ομιλίες εις την Έξοδον).
Η εικόνα κατά την Ορθόδοξη θεολογία επομένως δεν είναι είδωλο, ούτε αντικείμενο λατρείας. Αποτελεί υπόμνηση ενός προσώπου, είτε του Χριστού ως θεανθρώπου, είτε της Θεοτόκου, είτε των Αγίων, ή ενός θαύματος ή γεγονότος από τη ζωή του Χριστού ή των Αγίων. Μας υπενθυμίζει της αλήθειες της πίστεώς μας και μας παρακινεί σε πνευματική ανάταση. Αποτελεί στοιχείο της εκκλησιαστικής Παραδόσεως και μάλιστα ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους (αρκεί εδώ να θυμηθούμε το πόσες εικόνες αποδίδονται κατά την παράδοση στον Ευαγγελιστή Λουκά). Τιμούνται και προσκυνούνται και γίνονται αντικείμενο ασπασμού από τους πιστούς, χωρίς όμως να τους αποδίδεται και λατρεία, η οποία αρμόζει μόνο στον Θεό. Τέλος, σύμφωνα με την αρχή που διατύπωσε πρώτος ο Μέγας Βασίλειος, “ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει” (Λόγος εις το Άγιον Πνεύμα), δηλαδή δεν προσκυνούμε αυτή καθαυτή την εικόνα, αλλά το εικονιζόμενο πρόσωπο. Την Θεολογία της εικόνας ανακεφαλαιώνει ο όρος της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου:
ἁπάσας τάς ἐκκλησιαστικάς ἐγγράφως ἤ ἀγράφως τεθεσπισμένας ἡμῖν παραδόσεις ἀκαινοτομἠτως φυλάττομεν ∙ ὧν μία ἐστί καί ἡ τῆς εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως ἐκτύπωσις, ὡς τῇ ἱστορίᾳ καί τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος συνᾴδουσα, πρός πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς καί οὐ κατά φαντασίαν τοῦ Θεοῦ λόγου ἐνανθρωπήσεως, καί εἰς ὁμοίαν λυσιτέλειαν ἡμῖν χρησιμεύουσα. Τά γάρ ἀλλήλων δηλωτικά, ἀναμφιβόλως καί τάς ἀλλήλων ἔχουσιν ἐμφάσεις. Τούτων οὕτως ἐχόντων, τήν βασιλικήν ὥσπερ ἐρχόμενοι τρίβον, ἐπακολουθοῦντες tῇ θεηγόρῳ διδασκαλίᾳ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, καί τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ∙ τοῦ γάρ ἐν αὐτ οἰκήσαντος ἁγίου πνεύματος εἶναι ταύτην γινώσκομεν ∙ ὁρίζομεν σύν ἀκριβείᾳ πάσῃ καί ἐμμελείᾳ παραπλησίως τοῦ τύπου τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τάς σεπτάς καί ἁγίας εἰκόνας, τάς ἐκ χρωμάτων καί ψηφῖδος καί ἑτέρας ὕλης ἐπιτηδείως ἐχούσης ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καί ἐσθῆσι, τοίχοις τε καί σανίσιν, οἴκοις τε καί ὁδοῖς ∙ τῆς τε τοῦ κυρίου καί Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος, καί τῆς ἀχράντου δεσποίνης ἡμῶν ἁγίας Θεοτόκου, τιμίων τε ἀγγέλων, καί πάντων ἁγίων καί ὀσίων ἀνδρῶν. Ὅσῳ γάρ συνεχῶς δι' εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον καί οἱ ταύτας θεώμενοι διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καί ἐπιπόθησιν, καί ταύταις τιμητικήν προσκύνησιν καί ἀσπασμόν ἀπονέμειν, ού μήν τήν κατά πίστιν ἡμῶν ἀληθινήν λατρείαν, ἥ πρέπει μόνῃ τῇ θείᾳ φύσει. Ἀλλ' ὅν τρόπον τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ καί τοῖς ἁγίοις εὐαγγελίοις καί τοῖς λοιποῖς ἱεροῖς ἀναθήμασι, καί θυμιασμάτων καί φώτων προσαγωγήν πρός τήν τούτων τιμήν ποιεῖσθαι, καθώς καί τοῖς ἀρχαίοις εὐσεβῶς εἴθισται. Ἡ γάρ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει ∙ καί ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν. Οὕτω γάρ κρατύνεται ἡ τῶν πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, εἴτουν παράδοσις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, τῆς ἀπό περάτων εἰς πέρατα δεξαμένης τό εὐαγγέλιον. Οὕτω τῷ ἐν Χριστῷ λαλησάντι Παύλῳ καί πάσῃ τῇ θείᾳ ἀποστολικῇ ὁμηγύρει καί πατρικῇ ἁγιότητι ἀξακολουθοῦμεν, κρατοῦντες τάς παραδόσεις ἅς παρειλήφαμεν ∙ οὕτω τούς ἐπινικίους τῃ ἐκκλησίᾳ προφητικώς κατεπάδομεν ὕμνους. Χαῖρε σφόδρα θύγατερ Σιών, κήρυσσε θύγατερ Ἱερουσαλήμ. Τέρπου καί εὐφραίνου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου. Περιεῖλε κύριος ἐκ σοῦ τά ἀδικήματα τῶν ἀντικειμένων σοι, λελύτρωσαι ἐκ χειρός ἐχθρῶν σου. Κύριος βασιλεύς ἐν μέσῳ σου ∙ οὐκ ὅψει κακά οὐκέτι, καί εἰρήνη ἐπί σοί εἰς αιῶνα χρόνον.
Τούς οὗν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἤ διδάσκειν, ἤ κατά τούς έναγεῖς αἱρετικούς τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἀθετεῖν, καί καινοτομίαν τινα ἐπινοεῖν, ἤ ἀποβάλλεσθαί τι ἐκ τῶν ἀνατεθειμένων τῇ ἐκκλησίᾳ, εὐαγγέλιον, ἤ τύπον τοῦ σταυροῦ, ἤ εἰκονικήν ἀναζωγράφησιν, ἤ ἅγιον λείψανον μάρτυρος ∙ ἤ ἐπινοεῖν σκολιῶς καί πανούργως, πρός τό ἀνατρέψασθαι ἕν τι τῶν ένθέσμων παραδόσεων τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ∙ ἔτι γε μήν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς κειμηλίοις ἠ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις ∙ ἐπισκόπους μέν ὄντας ἤ κληρικούς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δέ ἤ λαϊκούς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι.” (Mansi 13, 377-380).
Λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας των εικόνων για την Ορθόδοξη ζωή, ουδέποτε αυτές εκλήφθηκαν ως απλά διακοσμητικά στοιχεία των Ναών, αλλά έχουν κεντρική σημασία στην Λατρεία της Εκκλησίας. Η αγιογράφηση ενός Ναού αποτελεί αναπαράσταση της ίδιας της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού: ο Παντοκράτωρ στον τρούλο, η Παναγία στην κόγχη του Ιερού Βήματος, οι άγγελοι, οι Προφήτες, οι Απόστολοι, όλοι οι άγιοι και τέλος εμείς οι πιστοί, όλοι αποτελούμε το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και μεταλαμβάνουμε του σώματος του Χριστού, που είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος σε κάθε Θεία Λειτουργία. Αλλά και οι φορητές εικόνες, που εναλλάσσονται ανάλογα με την εκάστοτε εορτή, χρησιμεύουν επίσης λατρευτικά, μαζί με την υμνολογία της ημέρας, με το την περικοπή από το Ευαγγέλιο και με το κήρυγμα.


β. αιρετικές αποκλίσεις
Είδαμε ότι ο Όρος της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου καταδικάζει κάθε παρέκκλιση από την Ορθόδοξη Παράδοση και διδασκαλία αναφορικά με τις άγιες εικόνες. Άλλωστε, όπως ήδη είπαμε, η Εκκλησία καταδικάζοντας το Μονοφυσιτισμό και επιβάλλοντας την θεανθρώπινη απεικόνιση του Χριστού, στην ουσία κατεδίκασε από νωρίς όσους αρνούνταν τις εικόνες, τουλάχιστον εκείνες του Χριστού. Στην Εκκλησιαστική συνείδηση η άρνηση των εικόνων αποτελεί αίρεση και ναός που δεν έχει εικόνες σίγουρα δεν είναι Ορθόδοξος. Ωστόσο, όπως από νωρίς υπήρξαν κάποιες φωνές εικονοκλαστικές, ομοίως υπήρξαν και κάποιες παρεκκλίσεις που σταδιακά οδήγησαν σε αιρετικές θεωρήσεις, είτε αποδίδοντας λατρεία στις εικόνες, είτε απορρίπτοντάς τες εν μέρει ή στο σύνολό τους. Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι άλλο είναι η εικόνα, όπως την δέχεται η Ορθόδοξη παράδοση και θεολογία, και άλλο η θρησκευτική ζωγραφιά που εμφανίστηκε στη Δύση από την εποχή της Αναγέννησης και μετά και χρησιμοποιείται ακόμα και από αιρετικούς που δεν αποδέχονται τις εικόνες.


Στη Δύση, ακόμα και πριν από το σχίσμα περίοδο, και με εξαίρεση τους πάπες Γρηγόριο 2ο κατά την πρώτη φάση της εικονομαχίας και Αδριανό κατά την 7η Οικουμενική Σύνοδο, η θεολογία των εικόνων περιορίζεται μονάχα στον διδακτικό τους ρόλο, ως βίβλοι των αγραμμάτων. Ήδη ο Γρηγόριος Διάλογος το έτος 600, διατυπώνει την θέση που θα παίξει κυρίαρχο ρόλο στη θεολογία της Δύσεως, ότι οι εικόνες είναι χρήσιμες για τη διδαχή των αγραμμάτων, αλλά δεν πρέπει να αποδίδεται καμία τιμή σε αυτές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στη Δύση, ακόμα και πριν την εικονομαχία, οι εικόνες δεν έχαιραν τιμής και σεβασμού όπως στην Ανατολή, ούτε κατείχαν καμία θέση στη Λατρεία, στη Λειτουργική και Μυστηριακή ζωή (βλ Dictionnaire de la théologie Catholique, t. 6, 781).
Ήταν επομένως φυσικό επακόλουθο οι αποφάσεις και ο Όρος της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου να προκαλέσουν σύγχυση, με αποτέλεσμα την ουσιαστική απόρριψή τους από τη σύνοδο της Φρανκφούρτης το 794 (Μανσι 13, 909). Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος θεωρήθηκε από τους εκπροσώπους της δυτικής θεολογίας ως “ψευδοσύνοδος” ( PL 126, 360) μέχρι και τον 16ο αιώνα. Για τη δυτική θεολογία τιμή και προσκύνησις ισοδυναμούν με λατρεία, η οποία αρμόζει μόνο στο Θεό και επ' ουδενί στις εικόνες. Υπό την προϋπόθεση αυτή, κάθε τιμή προς τις εικόνες εμπεριέχει τον κίνδυνο της ειδωλολατρίας και γιαυτό απορρίπτεται. Θεωρείται αποδεκτή η τιμητική προσκύνηση του Σταυρού και των ιερών λειψάνων, ενώ απορρίπτεται η αρχή ότι η της εικόνος τιμή διαβαίνει στο πρωτότυπο. Κατά συνέπεια ο μόνος αποδεκτός ρόλος των εικόνων είναι μόνον η χρησιμότητά τους ως διακοσμητικό στοιχείο των Ναών.
Η σχολαστική θεολογία, με κύριο εκπρόσωπό της τον Θωμά Ακινάτη, όχι μόνο δεν έλυσε το πρόβλημα της αποδοχής των εικόνων, αλλά μάλλον το περιέπλεξε μέσα στις δαιδαλώδεις αναλύσεις. Αρκεί μονάχα να σημειώσουμε ότι ο Θωμάς Ακινάτης αποδίδει στην εικόνα του Χριστού και στον Σταυρό λατρευτική τιμή, όπως ακριβώς στον Χριστό και στην Αγία τριάδα, με το σκεπτικό ότι επί του σταυρού έχυσε το αίμα του ο Κύριος. Από την άλλη μεριά, αρνείται μία παρόμοια προσκύνηση και λατρεία προς την Θεοτόκο, παρόλο που εκυοφόρησε τον Σωτήρα Χριστό, με το αιτιολογικό ότι “μια τέτοια σύγκριση είναι άκυρη” (βλ. S.T., IIIe, q. 25). Τέλος, ενώ αποδίδει μια σχετική προσκύνηση “δουλείας” προς τους αγίους και τα ιερά λείψανα, δεν αναφέρει ουσιαστικά τίποτα για τις άγιες εικόνες, πλην της μορφής του Χριστού, όπως προαναφέραμε.
Αυτή η τάση της δυτικής θεολογίας εξηγεί και τον καθαρά διακοσμητικό σκοπό που εξυπηρέτησε η ζωγραφική τέχνη στους χώρους λατρείας. Παρά ταύτα, στην Ιταλία κυρίως όπου οι αλληλεπιδράσεις με το Βυζάντιο ήταν ισχυρές, καλλιεργήθηκε από τον 12ο αιώνα και μια τάση λατρείας των εικόνων, χωρίς ωστόσο να είναι βασισμένη πάνω σε ισχυρά θεολογικά ερείσματα. Έτσι, με την έκρηξη της Αναγέννησης τον 15ο αιώνα και σε συνδυασμό με τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει ο παπισμός μετά το σχίσμα, εκδηλώθηκε μια υπερβάλλουσα τάση λατρείας των εικόνων, κάτι που οδήγησε την έντονη αντίδραση των Μεταρρυθμιστών, κυρίως του Ζβίγκλι και του Καλβίνου.


Οι Διαμαρτυρόμενοι (Protestantes), στην προσπάθειά τους να “καθαρίσουν” τη χριστιανική πίστη από τις “κακοδοξίες” του παπισμού κατά τον 16ο αιώνα, μεταξύ άλλων αντιτάχθηκαν σθεναρά και στη λατρεία των εικόνων. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί φυσικό, εάν λάβουμε υπόψη μας αφενός μεν τις άκρατες εκδηλώσεις λατρείας των απλών ανθρώπων, στην πλειονότητά τους αγραμμάτων, οι οποίες έφταναν μέχρι του σημείου της δεισιδαιμονίας, και αφετέρου στο γεγονός ότι για την παραδοσιακή δυτική θεολογία ο ρόλος των εικόνων ήταν πάντα και κυρίως διακοσμητικός και διδακτικός, εξαιρουμένης οποιασδήποτε τιμής ή προσκύνησης.
Τα επιχειρήματά τους οι Προτεστάντες τα δανείστηκαν, όπως και οι παλαιοί εικονομάχοι, μέσα από την σκληρή ερμηνεία του γράμματος του Δεκαλόγου, που απαγορεύει τα είδωλα και τα ομοιώματα κάθε όντος ή πράγματος. Επίσης, ενώ απέρριψαν στο σύνολό της την Πατερική γραμματεία και τις Οικουμενικές Συνόδους, ανύψωσαν στο βάθρο της αυθεντίας τις δύο όλες κι όλες επιστολές ενάντια στις εικόνες, του Ευσεβίου Καισαρείας και του Επιφανίου Κύπρου. Στην ουσία, μη γνωρίζοντας την Ορθόδοξη Θεολογία, άντλησαν τα επιχειρήματά τους από τη σύνοδο της Φρανκφούρτης και από τα συγγράμματα του Καρλομάγνου (Καρολίνειες βίβλοι). Ακόμα και όταν ήρθαν σε επαφή με ορθοδόξους, λίγες δεκαετίες μετά την επισημοποίηση των θέσεών τους (η Confessio Augustana υπογράφηκε το 1530, οι πρώτες ανεπίσημες επαφές και συζητήσεις έγιναν περί το 1545, ενώ ο θεολογικός διάλογος άνοιξε επισήμως το 1573), δεν κατάφεραν να κατανοήσουν την Ορθόδοξη θεολογία και κατά συνέπεια την απέρριψαν στο σύνολό της.
Δεν θα κάνουμε ιδιαίτερη μνεία για τις προτεσταντικές θέσεις, πέρα από το ότι αποτελούν πανομοιότυπο των θέσεων των εικονομάχων του 8ου-9ου αιώνα. Θεωρούν τις εικόνες ως είδωλα, και κατά συνέπεια κάθε τιμή και προσκύνηση προς αυτές ως έκφραση δεισιδαιμονίας και ειδωλολατρίας. Δεν αποδέχονται ούτε τον διδακτικό ρόλο των εικόνων, δίνοντας βαρύτητα μόνον στο κήρυγμα. Δεν αποδίδουν τιμή ούτε στους Αγίους, γιατί το θεωρούν έργο ανούσιο και ατελέσφορο, εφόσον γι αυτούς μόνο η πίστη σώζει τον άνθρωπο. Γι αυτό και στις Προτεσταντικές εκκλησίες, πέρα από το σύμβολο του σΣταυρού, δεν υπάρχει άλλος ζωγραφικός διάκοσμος, ούτε καν ανεικονικός.
Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία πολύ όψιμα, όταν πλέον αντιμετώπισε τον προτεσταντισμό, κατά την αντιμεταρρυθμιστική σύνοδο του Τριδένδου (1545-1563) και στην τελευταία της συνεδρία, ασχολήθηκε με το ζήτημα των εικόνων και περιορίστηκε απλά στο να αποδεχτεί την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο και να επιβεβαιώσει τον Όρο της, υιοθετώντας στην πράξη την θεολογία της εικόνας, όπως είχε διατυπωθεί στην Ορθόδοξη Ανατολή.


*   *   *

Ανακεφαλαιώνοντας τα όσα με μεγάλη συντομία εκθέσαμε, θα λέγαμε ότι ο ρόλος της εικόνας για την Ορθόδοξη θεολογία είναι ρόλος αναγωγικός, δηλαδή ότι αποτελεί μέσο διδαχής, ανάτασης πνευματικής, και καθοδηγεί την ψυχή και το νου των πιστών προς την θεωρία των θείων μυστηρίων. Η εικόνα τιμάται και προσκυνείται όχι ως αντικείμενο, αλλά επειδή αναπαριστά τη μορφή του Χριστού, της Παναγίας ή των Αγίων, και γιαυτό όταν τις προσκυνούμε και τις ασπαζόμαστε η προσκύνηση μεταβαίνει στο πρωτότυπο, δηλαδή στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Αποτελεί επίσης αναπόσπαστο μέρος της Λατρείας, τόσο σε συμβολικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο, όπως το βιώνουμε στην μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας.
Κάθε παρέκκλιση από την “βασιλική τρίβο” της Παραδόσεώς μας ενέχει τον κίνδυνο της αιρέσεως. Ούτε η άκρατη λατρεία στις εικόνες αρμόζει στην Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, ούτε η περιφρόνησή τους. Ουσιαστική επίσης είναι η διάκριση τόσο ανάμεσα στην εικόνα και το είδωλο, όσο και ανάμεσα στην προσκύνηση και τη λατρεία.
Ο δυτικός κόσμος, παρά τη στροφή που φαίνεται να έχει κάνει η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, επί αιώνες έκλινε είτε προς το ένα άκρο, είτε προς το άλλο. Η σύγχρονη δυτική σκέψη δεν μπορεί εύκολα να απεγκλωβιστεί από τις θεολογικές καταβολές του παρελθόντος. Η θρησκευτική ζωγραφική είναι μάλλον ακόμα η επικρατέστερη, αυτή δηλαδή που δίνει το κύριο βάρος στο διδακτικό ρόλο της εικόνας, και γι αυτό αρέσκεται περισσότερο να τέρπει το μάτι, σε αντίθεση με την δική μας αγιογραφία, που διατηρεί τα αυστηρά πρότυπα της παραδοσιακής εικονογράφησης.
Στον Προτεσταντικό κόσμο εξακολουθεί να επικρατεί η άρνηση στις εικόνες, αν και στα έντυπά τους χρησιμοποιούν ζωγραφιές για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Κοντά σε αυτούς και άλλες σύγχρονες αιρέσεις αντιτίθενται στην εικόνα, όπως π.χ. οι μάρτυρες του Ιεχωβά.
Σε κάθε περίπτωση, ισχύει η ακατάλυτη διαπίστωση των Πατέρων της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου, ότι όποιος δεν δέχεται και δεν ασπάζεται τις εικόνες, σύμφωνα με την θεολογία που επικύρωσαν και διατύπωσαν, είναι αιρετικός και έξω της Εκκλησίας (Mansi 13, 397).


Σας ευχαριστώ.

Αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου