Το «συναξάρι» της Άλωσης


Ο άνθρωπος ως λογικό ον κατέχει το προνόμιο της δημιουργίας και της εξέλιξης, που βασίζεται στην χρησιμοποίηση και αξιοποίηση της πείρας όλων των προηγουμένων από αυτόν. Η γλώσσα, η γνώση, η επιστήμη, ο πολιτισμός, είναι στοιχεία που προέρχονται και καλλιεργούνται από την αλληλουχία των γενεών και των αιώνων. Όποιος αρνείται αυτή την πραγματικότητα, όποιος επιχειρεί να σπάσει τούτη την αλυσίδα που τον συνδέει με το παρελθόν, είναι καταδικασμένος να πορεύεται σε δρόμους ατέρμονες και ατελέσφορους. Αυτή η αλήθεια, αυτή η ανάγκη να θυμόμαστε και ακόμη περισσότερο να γνωρίζουμε το παρελθόν και την ιστορία μας, επιβάλλει να θυμόμαστε την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Η 29η Μαΐου είναι μας ημέρα μνήμης και λύπης. Γιατί τούτη τη μέρα, στα 1453, έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των τούρκων. Η άλωση βέβαια της Πόλης δεν συνέβη ξαφνικά. Ήδη από τον 13ο αι., μετά τις σταυροφορίες και την κατάληψή της από τους Φράγκους, είχε αρχίσει η σταδιακή παρακμή της Βυζαντινής* Αυτοκρατορίας. Η αρχή του τέλους σήμανε με την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, στις 7 Απριλίου του 1453. Όμως οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους με την μεταφορά των κανονιών και τον Μάρτιο με την έλευση του οθωμανικού στρατού κάτω από τα τείχη της Πόλης. 
Οι πολιορκητές ανέρχονταν σε 150.000 στρατιώτες και πλαισιώνονταν από τεχνίτες, εργάτες, υπηρέτες, κλπ. και μεγάλο πλήθος ατάκτων. Ήταν άριστα οργανωμένος και εκπαιδευμένος και φανατισμένος από τους δερβίσηδες (Τούρκους μοναχούς), που κυκλοφορούσαν στο στρατόπεδο και τόνωναν την πολεμική ορμή του πλήθους. Ο πολεμικός στόλος αποτελούμενος από 400 πλοία έφθασε στο Βόσπορο στις 12 Απριλίου.
Μέσα από τα τείχη η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει όλη τη λάμψη του παρελθόντος. Ηταν μια ερειπωμένη πόλη, που μόνο το Παλάτι, ο Ιππόδρομος, και οι μεγάλες εκκλησίες θύμιζαν το λαμπρό παρελθόν. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες ανέρχονταν σε 5.000 και 2.000 οι ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Τα τείχη είχαν επισκευαστεί βιαστικά. Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, ενώ τα κειμήλια των εκκλησιών δόθηκαν για να κοπούν νομίσματα και να πληρωθούν οι στρατιώτες.
Η τουρκική επίθεση άρχισε με βολές πυροβολικού, που άνοιγαν τρύπες στα τείχη, τις οποίες όμως κατάφερναν να κλείσουν οι αμυνόμενοι. Στις 21 Μαΐου ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση της πόλης και υπόσχονταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη. Ο Κωνσταντίνος με ηρωισμό και λακωνικότητα αρνήθηκε να παραδώσει την Κωνσταντινούπολη: "Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ' εμόν έστιν ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών".
Στις 27 Μαΐου άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός. Δυο μέρες αργότερα ξεκίνησε η τελική επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών, αλλά με επίκεντρο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, διότι εκεί το τείχος είχε σχεδόν καταπέσει. Στην τρίτη έφοδο, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' ο Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έπεσε στα τείχη σαν απλός στρατιώτης. Η Πόλις εάλω!

29 Μαΐου 1453. Θρηνούμε. Αναλογιζόμαστε τα λάθη, τις δυσκολίες, τους κινδύνους. Μελαγχολούμε για το χαμό της Πόλης, της αγαπημένης. Γιατί για μας η Κωνσταντινούπολη κατέχει τη θέση της Μητέρας, που μας γαλούχησε και μας έφερε από τη δόξα των αρχαίων προγόνων στην εποχή της διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Όταν πάμε οι Έλληνες στην Πόλη δεν νιώθουμε πως επισκεπτόμαστε κάποιον ξένο τόπο, αλλά ότι επιστρέφουμε στην πατρογονική μας εστία. Τούτο το αίσθημα κορυφώνεται και συνειδητοποιείται σαν βρεθούμε στην Αγιά-Σοφιά. Γιατί αυτή η Πόλη ήταν για περίπου χίλια χρόνια το σημείο αναφοράς του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Γιατί ακόμα και σήμερα αποτελεί σύμβολο του γένους μας, ενός παρελθόντος ένδοξου που παρήγαγε πολιτισμό απαράμιλλο.
Μέσα στο διάβα των χιλιετηρίδων που συνοδεύει την παρουσία μας σ’ αυτό τον τόπο, χειρότερες στιγμές θεωρήθηκαν εκείνες κατά τις οποίες διακόπηκε, προσωρινά, η δημιουργική πορεία του πολιτισμού μας. Τέτοιες αποφράδες ημερομηνίες είναι δύο: η καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. και η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Τούρκους. Την πρώτη φορά σημειώθηκε το τέλος του κλασικού Ελληνισμού, την δεύτερη το πέρας του Βυζαντινού πολιτισμού.
Θρηνούμε λοιπόν κι αναπολούμε τις μέρες της παλαιάς δόξας. Χωρίς μισαλλοδοξίες. Αλλά με πληγωμένη περηφάνια, με νοσταλγική διάθεση, με συνείδηση πως το παρελθόν δεν επιστρέφει… Γι’ αυτό και δεν τρέφουμε εχθρικά αισθήματα προς αυτούς που έγιναν οι κύριοι της Πόλης μας μέχρι και σήμερα. Στο σημείο αυτό αξίζει να διαβάσουμε μια προσευχή, η οποία δεν βρίσκεται γραμμένη σε κανένα εκκλησιαστικό βιβλίο. Την έγραψε ένας σύγχρονος Έλληνας, ο Φώτης Κόντογλου, που συνδέθηκε άμεσα και προσωπικά με την έννοια της Άλωσης αφού είχε την τύχη να γεννηθεί στη Μικρασία, και να ξεριζωθεί ύστερα από την οριστική της «άλωση». Γράφει λοιπόν: «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, η παρηγορία των δυστυχισμένων, εσύ όπου έκλαψες διά τον φίλον σου τον Λάζαρον, εσύ όπου μας εδίδαξες ότι δεν υπάρχει δι Εσένα Ιουδαίος ουδέ Έλλην, άρσεν ουδέ θήλυ, δούλος ουδέ ελεύθερος, κάμε να βασιλεύσει η ειρήνη εις τας καρδίας μας, καλοσύνευσε το κακόν θέλημά μας. Εσύ μας εδίδαξες, και διά τούτο δεν θρηνούμεν μονάχα επάνω εις τα μνήματα των χριστιανών, αλλά και εις τα των τούρκων, επειδή εμάθαμεν από το πανάγιον στόμα σου να πονούμεν μαζί με τον κάθε άνθρωπον. Εσύ μας παρήγγειλες να αγαπούμεν ο ένας τον άλλον μας, επειδή είμαστεν αδέλφια, αφού όλοι είμεθα τέκνα του πατρός ημών του εν τοις ουρανοίς. Και μόλα ταύτα ημείς κρατούμεν το άγιον ευαγγέλιόν σου, πλην έχομεν ακόμα την σιχαμερήν κακίαν εις την καρδίαν μας. Η υπερηφάνεια μαζί με την αχορταγιάν φέρνουν τον θυμόν και τον σκοτωμόν. Διά τούτο, επειδή ημείς από τον εαυτόν μας δεν αλλάζουμε γνώμην, σε παρακαλούμεν και σε ικετεύομεν, μαλάκωσε την σκληράν καρδίαν μας ωσάν το κηρίον, ώστε να μη ξεκλίνωμεν εύκολα εις το κακόν, και να μη μας μεθά η αλλαζονία, και ύστερα κλαίμε απάνω εις τα μνήματα όπου τα σκάβουμε πρώτα οι ίδιοι με τα χέρια μας. Εσύ πονείς διά κάθε ψυχήν ζώσαν, και έχεις επάνω εις την καρδίαν σου πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον.»
Αυτό που μας χρειάζεται είναι ταπείνωση και αγάπη. Όταν τα έχουμε αυτά, τότε μπορούμε να κατευθύνουμε όλο το δυναμικό της φυλής μας σε μια δημιουργική πορεία που αφήνει εποχή. Το ‘χουμε άλλωστε στο αίμα μας, να φτιάχνουμε από τις πέτρες παιδιά, να χτίζουμε Παρθενώνες και Μιστράδες, να εκτονώνουμε την αέναη ανησυχία μας σε μορφές από μάρμαρο και πέτρα, από ξύλο και χρώματα, να σημαδεύουμε την κάθε εποχή με μια σφραγίδα ανεξίτηλη, που αποτελεί το αντικείμενο απορίας, μελέτης και θαυμασμού των μετά από μας…


______________
* Βυζαντινή έχει ονομαστεί από τους ιστορικούς καθαρά για τεχνικούς λόγους. Το «Βυζαντινό» κράτος ήταν για τους ανθρώπους της εποχής η «Ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Βέβαια η «ρωμαϊκή αυτοκρατορία» των βυζαντινών χρόνων αν και προέρχεται από την αυτοκρατορία που είχαν ιδρύσει οι Ρωμαίοι, δεν έχει καμία άλλη σχέση, τη στιγμή μάλιστα που η λέξη «ρωμαίος» ή «ρωμιός» με την πάροδο των αιώνων έφτασε να προσδιορίζει τον χριστιανό κάτοικο της βαλκανικής.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου