Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί (μέρος Α΄)

Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Όμιλία ζ΄ εἰς τούς Μακαρισμούς
PG 44, 1277-1292

Απόδοση στη Νέα Ελληνική: π. Χερουβείμ Βελέτζας 

Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί· ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται (Ματθ. 5,9)


Κατά την ανέγερση της σκηνής του μαρτυρίου, την οποία ο νομοθέτης (Μωυσής) κατασκεύασε σύμφωνα με το σχέδιο που του έδωσε ο Θεός επάνω στο όρος, όλα βέβαια ήταν ιερά και άγια, το καθένα από μόνο του, από όσα περικλείονταν εντός της σκηνής, ωστόσο το πλέον εσωτερικό μέρος ήταν άβατο και ονομάζονταν Άγιο των αγίων, θέλοντας με τούτη την επιτακτική ονοματοδοσία να γίνει φανερό, κατά τη γνώμη μου, ότι μετείχε κι εκείνο της αγιότητας αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο όπως όλα τα άλλα, αλλά όσο διέφερε το αφιερωμένο (στη λατρεία του Θεού) και το άγιο από το κοινό και βέβηλο, άλλο τόσο καθαρότερο και ιερότερο ήταν εκείνο το άδυτο από τα άγια που το περιέβαλαν. Θεωρώ λοιπόν κι εγώ, κατά τον ίδιο τρόπο, ότι από τους μακαρισμούς που φανερώθηκαν σε εμάς σε τούτο το όρος, όλοι μεν είναι ιεροί και άγιοι ο καθένας από μόνος του, όσοι έχουν διατυπωθεί από την πρόνοια του Λόγου του Θεού, αυτός εδώ όμως που έχουμε μπροστά μας είναι άδυτος όντως, και Άγιος αγίων. Διότι αν δεν υπάρχει μεγαλύτερο αγαθό από το να δει κανείς τον Θεό, το να γίνει υιός του Θεού βρίσκεται πάντως πάνω από κάθε καλή κληρονομιά. Και ποιο είναι το περιεχόμενο αυτών των λέξεων; ποιος μπορεί να συνοψίσει με τη σημασία των ονομάτων την δωρεά αυτής εδώ της επαγγελίας; Ακόμα κι αν κανείς το αντιληφθεί με τον νου, πολύ πιο πάνω από αυτό βρίσκεται το δηλούμενο, κι αν ακόμα ονομάσεις την επαγγελία αυτού του μακαρισμού ως αγαθό ή τίμιο ή υψηλό, αυτό που υποδηλώνει είναι περισσότερο και από την σημασία των λέξεων: επιτυχία πάνω από κάθε ευχή, δώρο πάνω από κάθε προσδοκία, χάρις πάνω από την φύση.
Τί είναι ο άνθρωπος, συγκρινόμενος με την θεία φύση; Τίνος αγίου λόγια να επικαλεστώ, με τα οποία ευτελίζεται το ανθρώπινο γένος; Κατά τον Αβραάμ, γη και σποδός είναι, κατά τον Ησαΐα, χορτάρι, κατά δε τον Δαβίδ ούτε καν χορτάρι, αλλά σαν χορτάρι, γιατί ο μεν ένας λέει «Πᾶσα σάρξ χόρτος» (Ησ. 40, 6), αυτός δε πάλι «΄Ανθρωπος ὡσεί χόρτος» (Ψαλμ. 102, 15), κατά τον Εκκλησιαστή ματαιότης, κατά τον Παύλο ταλαιπωρία, γιατί με αυτά που ο Απόστολος κατονόμασε τον εαυτό του κατοικίζεται η ανθρωπότητα όλη. Αυτό είναι ο άνθρωπος, ο δε Θεός τι είναι; Και πώς να απαντήσω στο τι, το οποίο δεν είναι δυνατόν ούτε να δει κανείς, ούτε να ακούσει, ούτε να χωρέσει στην καρδιά του; Με ποιες λέξεις να περιγράψω τη (θεία) φύση; Τι παράδειγμα να βρω για τούτο το αγαθό μέσα από όλα τα γραπτά; Ποιες λέξεις να εφεύρω για την περιγραφή του αρρήτου; Άκουσα την θεόπνευστο Γραφή να λέει μεγάλα για την θεία φύση, αλλά τι σχέση έχουν αυτά με αυτή την ίδια την (θεία) φύση; Διότι στο μέτρο που χωρούσα εγώ να δεχθώ, τόσο είπε ο λόγος, κι όχι όσο πραγματικά είναι το δηλούμενο. Όπως δηλαδή όταν αναπνέουμε, ο καθένας σύμφωνα με την ευρυχωρία των πνευμόνων του, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο αέρα προσλαμβάνει, και πάλι εκείνος που λαμβάνει μέσα του πολύ αέρα δεν προσλαμβάνει όλο το στοιχείο αλλά όσο δύναται, και ο αέρας στο σύνολό του δεν ελαττώνεται, έτσι και οι θεολογίες της Αγίας Γραφής που διατυπώθηκαν προς εμάς από τους εν Αγίω Πνεύματι θεοφόρους (Προφήτες και Αποστόλους), κατά μεν το μέτρο της δικής μας διανοίας είναι υψηλές και μεγάλες και πάνω από κάθε μέγεθος, όμως δεν αγγίζουν καν το αληθινό μέγεθος. «Τίς ἐμέτρησε»͵ λέει͵ «τὸν οὐρανὸν σπιθαμῇ͵ καὶ τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ͵ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν δρακί;» (Ιερεμ. 40, 12). Βλέπεις την μεγαλοφυία εκείνου που περιγράφει την άφατο δύναμη; Αλά τι σχέση έχουν αυτά προς την απόλυτη αλήθεια; Μέρος λοιπόν της θείας ενεργείας φανέρωσε ο προφητικός λόγος με τούτες τις μεγάλες και αλληγορικές ρήσεις, αυτή δε την δύναμη από την οποία προέρχεται η ενέργεια, για να μη πω την (θεία) φύση από την οποία προέρχεται η δύναμη, ούτε είπε ούτε ασχολήθηκε, αλλά και δηλώνει ακροθιγώς με τον λόγο κάποιων στοχασμών ποθ απεικονίζουν το Θείον, σαν να προέρχονται από το ίδιο το πρόσωπο του Θεού: «Τίνι με ὁμοιώσατε;» λέγει Κύριος (Ησ. 40, 18). Την ίδια συμβουλή δίνει και ο Εκκλησιαστής με τα δικά του λόγια: «Μὴ σπεύσῃς ἐξενεγκεῖν ῥῆμα πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ· ὅτι ὁ Θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω͵ καὶ σὺ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω» (Εκκλ. 5, 1), δείχνοντας, κατά τη γνώμη μου, με την αντιδιαστολή των στοιχείων, πόσο υπερέχει η θεία φύση από τους γήινους διαλογισμούς.
Αυτό λοιπόν το τόσο σπουδαίο και τόσο μεγάλο πράγμα, το οποίο δεν είναι δυνατόν ούτε να δει κανείς, ούτε να ακούσει, ούτε να διανοηθεί, το κάνει δικό του ο μόνος μεταξύ των όντων λογικός άνθρωπος - η στάχτη, το χορτάρι, η ματαιότης – προσλαμβανόμενος από τον Θεό των όλων στην τάξη του υιού. Τι μπορεί να βρει κανείς επάξιο ευχαριστίας για τούτη την χάρη; Ποια φωνή, ποιον στοχασμό, ποια ενθύμηση, με την οποία να ανυμνήσει το μεγαλείο της χάριτος; Υπερβαίνει την ίδια του τη φύση ο άνθρωπος, καθότι γίνεται από θνητός αθάνατος και από φθαρτός άσπιλος και από εφήμερος αιώνιος και από άνθρωπος θεός σε όλα. Διότι εκείνος που έχει αξιωθεί να γίνει υιός του Θεού, θα έχει πάντα επάνω του το αξίωμα του πατρός, και γίνεται κληρονόμος όλων των πατρικών αγαθών. Ω, πόσο μεγάλη είναι η δωρεά του πλουσίου Δεσπότου, πόσο πλατειά η παλάμη, πόσο ανοιχτό το χέρι, πόσο μεγάλα τα χαρίσματα των απόρρητων θησαυρών. Από φιλανθρωπία οδηγεί σχεδόν στο ομότιμό Του την ατιμασμένη από την αμαρτία φύση. Γιατί εάν χαρίζει στους ανθρώπους να κάνουν δικό τους αυτό που αυτός είναι από τη φύση Του, τί άλλο επαγγέλεται με την συγγένεια εκτός από κάποια ομοτιμία;
Επομένως το μεν έπαθλο είναι αυτό, ο δε άθλος ποιος είναι; Αν κάνεις ειρήνη, λέει, θα στεφανωθείς με την χάρη της υιοθεσίας. Εμένα μου φαίνεται ότι και το έργο, για το οποίο τόσο μεγάλο μισθό υπόσχεται, είναι άλλο ένα δώρο. Διότι ποιο είναι γλυκύτερο από την ειρηνική ζωή ανάμεσα σε όσα οι άνθρωποι φροντίζουν στον βίο τους να απολαμβάνουν; ό,τι κι αν σκεφτείς από τα γλυκά πράγματα της ζωής, έχει ανάγκη την ειρήνη για να είναι γλυκό. Γιατί αν υπάρχουν τα πάντα, όσα είναι τιμημένα στον βίο, πλούτος, υγεία, γυναίκα, παιδιά, σπίτι, γονείς, υπηρέτες, φίλοι, γη και θάλασσα που πλουτίζουν αυτούς που τις κατέχουν, κήποι, κυνήγι, λουτρά, παλαίστρες, αθλήματα, εστιατόρια και συμπόσια, και όλα όσα υπάρχουν επινοήματα της ευχαρίστησης, κι ας προστεθούν σε αυτά τα όμορφα θεάματα και οι μουσικές παραστάσεις και ό,τι άλλο με το οποίο γίνεται ηδύς ο βίος όσων τα μεταχειρίζονται. Αν όλα αυτά υπάρχουν, αλλά απουσιάζει το αγαθό της ειρήνης, ποιο το κέρδος από αυτά όταν ο πόλεμος διακόπτει την απόλαυση των αγαθών; Επομένως η ειρήνη από μόνη της είναι γλυκιά σε όσους μετέχουν σε αυτή, και γλυκαίνει πιο πολύ όλα τα τιμώμενα στον βίο.
Αλλά κι αν ακόμα πάθουμε ως άνθρωποι κάποια συμφορά ενώ έχουμε ειρήνη, εύκολο γίνεται το κακό για τους παθόντες, μιας που είναι συνυφασμένο με το αγαθό, ενώ όταν στη ζωή κυριαρχεί ο πόλεμος, γινόμαστε τρόπον τινά αναίσθητοι προς αυτού του είδους τις λυπηρές αφορμές, μιας που υπερέχει η κοινή συμφορά από τον πόνο του καθενός. Και όπως λένε οι γιατροί για τα σωματικά παθήματα, ότι δηλαδή άμα συμπέσουν δύο πόνοι στο ίδιο σώμα γίνεται αντιληπτός μόνο ο μεγαλύτερος και σχεδόν ανεπαίσθητος ο πόνος του μικρότερου κακού επειδή επικρατεί ο μεγάλος, έτσι και τα δεινά του πολέμου ως τα πλέον οδυνηρά, καθιστούν τον καθένα αναίσθητο για τις προσωπικές συμφορές. Και εάν η ψυχή, τραυματισμένη από τα κοινά δεινά του πολέμου, ναρκώνεται κάπως και δεν αισθάνεται τις συμφορές της, πώς να έχει αίσθηση των ηδέων; Πού όπλα και ίπποι και χυτός σίδηρος και σάλπιγγα αντηχούσα; και φάλαγγες που κραδαίνουν τα δόρατα, και ασπίδες συναρμοσμένες, και κράνη που κραδαίνουν φοβερά τα λοφία, συγκρούσεις, σπρωξίματα, συμπλοκές, μάχες, σκοτωμοί ανδρών, φυγές, καταδιώξεις, πνιχτές κραυγές, ιαχές, γη βαμμένη στο αίμα, νεκροί καταπατούμενοι, τραυματίες εγκαταλειμμένοι, και όλα τα πικρά συμπτώματα του πολέμου; άραγε εκείνος που βρίσκεται σε τούτα, θα έχει ποτέ χρόνο να απασχολήσει το νου του με αναμνήσεις ευφρόσυνες; Κι άμα τυχόν ανατρέξει η ψυχή του στη μνήμη κάποιου γλυκού πράγματος, δεν γίνεται πρόξενος συμφοράς στον καιρό των κινδύνων η ανάμνηση των αγαπημένων που υπεισέρχεται στον λογισμό;
Επομένως αυτός που σού δίνει τον μισθό, αν αποχωριστείς τα κακά του πολέμου, δύο σού έχει χαρίσει δωρεές. Και το μεν ένα δώρο είναι το έπαθλο, άλλο δε δώρο αυτός ο άθλος. Ώστε κι αν παρ' ελπίδα τίποτα δεν προσετίθετο, αυτή καθ' αυτή η ειρήνη θα ήταν για όσους έχουν νου προτιμότερη από κάθε άλλη φροντίδα. Γίνεται άρα από τούτο αντιληπτή η υπερβολή της φιλανθρωπίας, ότι δηλαδή εξαιτίας όχι πόνων και ιδρώτα αλλά ευαισθησίας τρόπον τινά και χαράς έχει χαρίσει τις αγαθές αντιμισθίες. Αν πράγματι η ειρήνη είναι το κορυφαίο από τα χαροποιά, την οποία θέλει να έχει ο καθένας σε τέτοιο βαθμό, άρα θέλει επίσης όχι μόνος ο καθένας να την έχει, αλλά από το πολύ που διαθέτει να σκορπά και σε εκείνους που δεν έχουν. Διότι λέει «μακάριοι οι ειρηνοποιοί», και ειρηνοποιός είναι αυτός που δίνει στον άλλο ειρήνη, και δεν θα μπορούσε να δώσει κάποιος σε κάποιον άλλο κάτι, το οποίο δεν έχει. Θέλει λοιπόν πρώτα να είσαι πλήρης των αγαθών της ειρήνης, κι έπειτα να επιθυμείς να δίνεις και σε όσους στερούνται αυτό το απόκτημα.

Μέρος Β'