Απόστολος Κυριακής Γ' Εβδομάδος (21-6-2015)

Ειρήνη και ζωή

Ρωμ. 5.1-11

Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι΄ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ΄ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα· ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν· ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν ἔτι κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανεν. Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν· συνίστησιν δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν. Πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι΄ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.



Η σημερινή αποστολική περικοπή ξεκινά με την ειρήνη και τελειώνει με την ζωή, δύο αγαθά για τα οποία ο κάθε άνθρωπος παλεύει καθημερινά, ομοίως τα έθνη και οι διεθνείς οργανισμοί και ένα σωρό οργανώσεις και ενώσεις ανθρώπων. «Αδελφοί», μάς λέει ο απόστολος Παύλος, «αφού δικαιωθήκαμε εξαιτίας της πίστεως, έχουμε ειρήνη με τον Θεό διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος μάς εισήγαγε με την πίστη στην χάρη αυτή στην οποία έχουμε σταθεί, και καυχόμαστε για την ελπίδα της δόξας του Θεού. Και όχι μόνο αυτό, αλλά καυχόμαστε και για τις θλίψεις, γιατί γνωρίζουμε ότι η θλίψη κατεργάζεται την υπομονή, η δε υπομονή δοκιμασμένο χαρακτήρα, και ο δόκιμος χαρακτήρας την ελπίδα. Η δε ελπίδα δεν ντροπιάζει, γιατί η αγάπη του Θεού έχει χυθεί στις καρδιές μας διά του Αγίου Πνεύματος που μάς δόθηκε. Ακόμη, γιατί ο Χριστός, παρόλο που ήμασταν ασθενείς, στον κατάλληλο καιρό πέθανε για τους ασεβείς. Διότι, μόλις και μετά βίας θα πεθάνει κανείς για έναν δίκαιο, επειδή για τον αγαθό ίσως κάποιος να τολμήσει να πεθάνει. Ο Θεός όμως, φανερώνει την αγάπη του για εμάς με το ότι, ενώ ήμασταν αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για εμάς. Πολύ λοιπόν περισσότερο, αφού δικαιωθήκαμε τώρα με το αίμα του, θα σωθούμε μέσω αυτού από την οργή. Γιατί, αν συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό διά του θανάτου του υιού του, παρόλο που ήμασταν εχθροί του, πολύ περισσότερο, αφού συμφιλιωθήκαμε, θα σωθούμε με τη ζωή του».


Παράνομοι ήμασταν και εχθροί του Θεού, και ο Χριστός, με την σταυρική του θυσία, μάς συμφιλίωσε με τον Θεό και μάς απέπλυνε με το τίμιο αίμα του και μάς αποκατέστησε δίκαιους ενώπιον του Θεού, φτάνει να πιστέψουμε, όπως πολλές φορές τονίζει ο απόστολος Παύλος, στον αληθινό Θεό και στον Υιό του που τον απέστειλε για την δική μας σωτηρία, δηλαδή στον Ιησού Χριστό. Αφού λοιπόν συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό, έχουμε ειρήνη μαζί του, όχι γιατί αυτή αποτελεί δικό μας επίτευγμα, αλλά δώρο και χάρισμα του Χριστού σε όλους εμάς. Η ειρήνη του Θεού δεν είναι κάτι το αφηρημένο, γιατί ο Θεός δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά «σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας... Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος»[1]· έγινε άνθρωπος και μάς αποκάλεσε φίλους του [2] και η ειρήνη με αυτόν φέρνει και την ειρήνη της καρδιάς.

Οι άνθρωποι διαρκώς επιζητούμε την ειρήνη, αλλά τον εσωτερικό πόλεμο δεν τον θεωρούμε, δεν ασχολούμαστε ώστε να καταπαύσει η τρικυμία της καρδιάς, οι εσωτερικές αντιθέσεις, η πάλη της συνειδήσεως, των λογισμών, των επιθυμιών. Κατά συνέπεια, την ταραχή αυτή την βγάζουμε προς τα έξω, την οργή προς τον εαυτό μας την μετατρέπουμε σε οργή προς τους αδελφούς μας, την εσωτερική πάλη την μεταφράζουμε σε έχθρα προς τον πλησίον. Όσο δεν θέλουμε να εργαστούμε, ώστε να ειρηνεύσει ο έσω άνθρωπος, ή δεν βλέπουμε ή παραθεωρούμε την εσωτερική μας ακαταστασία, δεν είναι εφικτό να πετύχουμε την κατάπαυση της μεταξύ μας έχθρας και την αδελφωσύνη. Η ειρήνη του κόσμου περνά από την ειρήνη με τον Θεό, μέσα από την διαδικασία την οποία μάς περιγράφουν οι απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Για παράδειγμα, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέει: «Αν πράγματι η ειρήνη είναι το κορυφαίο από τα χαροποιά, την οποία θέλει να έχει ο καθένας σε τέτοιο βαθμό, άρα θέλει επίσης όχι μόνος ο καθένας να την έχει, αλλά από το πολύ που διαθέτει να σκορπά και σε εκείνους που δεν έχουν. Διότι λέει «μακάριοι οι ειρηνοποιοί», και ειρηνοποιός είναι αυτός που δίνει στον άλλο ειρήνη, και δεν θα μπορούσε να δώσει κάποιος σε κάποιον άλλο κάτι, το οποίο δεν έχει. Θέλει λοιπόν πρώτα να είσαι πλήρης των αγαθών της ειρήνης, κι έπειτα να επιθυμείς να δίνεις και σε όσους στερούνται αυτό το απόκτημα»[3].

Αν έχουμε ειρήνη στην καρδιά μας, έχουμε την δύναμη να καυχηθούμε ακόμα και για τις θλίψεις, για τις στεναχώριες και για τις δοκιμασίες της ζωής. Γιατί η ειρήνη της καρδιάς οφείλεται στην αγάπη του Θεού, και μάς πληροφορεί με ασφάλεια ότι οι δοκιμασίες γεννούν την υπομονή, η υπομονή μάς καθιστά άξιους και με σταθερό χαρακτήρα, και ο δοκιμασμένος χαρακτήρας αποτελεί εχέγγυο της ελπίδας των μελλόντων αγαθών αλλά και των από τώρα δωρεών του Θεού, με μεγαλύτερο από όλα την χάρη και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας.

Αδελφοί μου, ο κόσμος διψά για ειρήνη, αγωνίζεται γι αυτή, πολλές φορές κάνει και πόλεμο για την ειρήνη, πράγμα τουλάχιστον οξύμωρο. Επίσης, δαπανά πολλά για την ζωή, για την υγεία του σώματος, και τούτο επειδή από την αρχή πλάστηκε για να ζει αιώνια και με ειρήνη προς τον Θεό και προς αλλήλους. Ως χριστιανοί, υπερασπιζόμαστε κάθε προσπάθεια για την ειρήνη του κόσμου και επικροτούμε την ιατρική επιστήμη, η οποία υπηρετεί την ανθρώπινη ζωή. Ωστόσο, πέρα από τούτα τα πρόσκαιρα, υπάρχει η ειρήνη της καρδιάς και η αιώνιος ζωή, δώρα και τα δύο του Χριστού· την μεν ειρήνη με τον Θεό μάς την προσέφερε με την σταυρική του θυσία, την δε αιώνιο ζωή με την Ανάστασή του. Σε εμάς εναπόκειται η πίστη, και η μετατόπιση του κέντρου βάρους της ζωής μας από τα φθαρτά και επίγεια στα αιώνια και επουράνια. Αμήν.


π. Χ.Β.

-------
[1] Ιω. 1.14, 16
[2] Βλ. Ιω. 15.14-16: «ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν. οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν. οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς».
[3] Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ὀμιλία ζ΄ εἰς τούς Μακαρισμούς, PG 44.1277 εξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου